Μια υπόθεση #Metoo στα Κύθηρα του 1702 – Hταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1702 όταν η Αννέζα Χριστοφόρου κρατώντας στην αγκαλιά της το μόλις 15 ημερών βρέφος της παρουσιάστηκε ενώπιον του βενετού προνοητή (πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής) των Κυθήρων Μάρκο ντα Ρίβα. Τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Ιανουαρίου, σύμφωνα με τη δικογραφία, μόνη της καθώς ήταν στο σπίτι της, στο Βούργο, διότι ο άντρας της βρισκόταν στο Λιβάδι, είχε πέσει να κοιμηθεί από νωρίς.
Γύρω στη μία (δηλαδή στις 5-6 π.μ. διότι οι Βενετοί μετρούσαν τις ώρες από τη δύση του ηλίου, οπότε τα μεσάνυχτα αντιστοιχούσαν σε απογευματινή ώρα) χτύπησε την πόρτα του σπιτιού ο Μανέας Τζάνες που της είπε πως ήθελε να μιλήσει στον άντρα της. Oταν τον πληροφόρησε ότι ο τελευταίος έλειπε, ο Τζάνες έφυγε, για να επιστρέψει τα μεσάνυχτα. Φτάνοντας στο σπίτι, τράβηξε από την πόρτα το ξύλο που ασφάλιζε από μέσα την είσοδο, πλησίασε στο κρεβάτι, όπου η γυναίκα κοιμόταν, της έκλεισε με το χέρι του το στόμα και αποπειράθηκε να τη βιάσει. Η Αννέζα αμύνθηκε και φωνάζοντας προσπάθησε να αντισταθεί στις σεξουαλικές του ορέξεις. Τελικά, μπροστά στην αντίδρασή της, αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της, χωρίς να προφτάσει να εκπληρώσει τις επιθυμίες του. Η γυναίκα υπέβαλε μήνυση κατά του φερόμενου ως δράστη στη δικαστική καγκελαρία και ζήτησε να τιμωρηθεί για την άνομη πράξη του.
Η ιστορία αυτή, που σήμερα θα αποτελούσε μία ακόμη περίπτωση που εντάσσεται στο κίνημα του #MeToo, εξετάζεται ενδελεχώς στο άρθρο της ακαδημαϊκού, ομότιμης καθηγήτριας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην διευθύντριας του Ινστιτούτου της Βενετίας Χρύσας Μαλτέζου υπό τον τίτλο «Καταγγελία για απόπειρα βιασμού στα βενετοκρατούμενα Κύθηρα» που δημοσιεύεται στα σύμμεικτα εις μνήμην Γεωργίου Χ. Παναγιωτόπουλου «Συ και δικαστής άριστος».
Η ανάκριση και η δίκη
Στις ερωτήσεις των οργάνων της Δικαιοσύνης η Αννέζα απάντησε ότι ήξερε μόνο πως ο Τζάνες ήταν νέος και άγαμος και ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Αντώνιος και ήταν μαγαζάτορας. Στην ερώτηση αν είχε δει κανείς τον φερόμενο ως δράστη να μπαίνει στο σπίτι της δήλωσε άγνοια και όταν τη ρώτησαν αν την είχε ακούσει κανείς να φωνάζει, εκτίμησε ότι δεν πρέπει να είχαν ακουστεί οι φωνές της, γιατί το σπίτι της βρισκόταν μακριά από άλλα. Πρόσθεσε ότι όσοι εκ των υστέρων είχαν πληροφορηθεί από εκείνην το περιστατικό τής έλεγαν ότι δεν θα έβρισκε το δίκιο της, επειδή χωρίς μάρτυρες ήταν αδύνατο να τιμωρηθεί ο υπαίτιος.
Ομως, εκείνη τους είχε ανταπαντήσει πως είχε εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και ήταν βέβαιη ότι θα επιβαλλόταν στον Τζάνε η ποινή που του άξιζε. Ακολούθησε αυτοψία στο σπίτι τής καταγγέλλουσας για να διαπιστωθεί αν όντως μπορούσε να παραβιαστεί η πόρτα, κλήθηκαν μάρτυρες εκατέρωθεν για να βεβαιώσουν από τη μία ότι η Αννέζα ήταν τίμια και καλή γυναίκα και από την άλλη ότι ο Τζάνες, ο οποίος υπηρετούσε στην πολιτοφυλακή, είχε άλλοθι την επίμαχη νύχτα – είχε κοιμηθεί σε σπίτι φίλου του -, ενώ αρχικά εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να ενημερωθεί διότι δήλωσε ότι δεν γνώριζε ιταλικά και δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν η κατηγορία που τον βάραινε. Προσπάθησε μάλιστα να παρουσιάσει την καταγγέλλουσα ως κακόγλωσση, αναξιόπιστη και ανήθικη αναφέροντας ότι στο παρελθόν είχε συκοφαντήσει κάποιον άλλο άνδρα με την κατηγορία ότι ήθελε να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της, κάτι που κατά τη διάρκεια της ανάκρισης δεν αποδείχθηκε.
Υποστήριξε δε ότι για να προκαλέσει τη συμπόνια του δικαστηρίου έλεγε ψέματα πως αδυνατούσε να προσλάβει δικηγόρο, ενώ μπορούσε να ζητήσει από τις Αρχές να της ορίσουν δημόσιο δικηγόρο. Εκείνη από την πλευρά της επέμενε στην κατηγορία και ότι επειδή ήταν πλούσιος είχε τον τρόπο να εμφανίζει τις θέσεις του προς το δικό του συμφέρον. Ο Τζάνες αρχικά προφυλακίστηκε, αλλά μετά από σχετικό αίτημα του δικηγόρου του αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 100 ρεαλίων. Τελικά, έξι μήνες μετά την καταγγελία, με εντολή των δικαστικών Αρχών, ο Τζάνες οδηγήθηκε στη φυλακή, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα, την τελευταία ημέρα του ίδιου μήνα, δικαστής – προνοητής τον άφησε ελεύθερο απαλλάσσοντάς τον από τις κατηγορίες, επειδή, όπως φαίνεται, το δικαστήριο δεν είχε πειστεί από τους ισχυρισμούς της Αννέζας, πιθανότατα επειδή δεν υπήρχαν μάρτυρες να βεβαιώσουν ότι ο κατηγορούμενος την είχε πράγματι παρενοχλήσει σεξουαλικά.
Κώδικας αξιών
«Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις βιασμού, κατά τις οποίες ο σύζυγος του θύματος ήταν εκείνος που προσέφευγε ενώπιον της Δικαιοσύνης, στην περίπτωση της Αννέζας ήταν εκείνη που με τόλμη είχε καταγγείλει τον δράστη…» επισημαίνει η Χρύσα Μαλτέζου, η οποία εξηγεί ότι οι ιστορικοί «διαβάζουν» και την κοινωνία της εποχής.
«Η δικογραφία του 1702 ανοίγει στον ερευνητή ένα παράθυρο που επιτρέπει τη θέαση μιας πτυχής της κυθηραϊκής κοινωνίας στην αυγή του 18ου αιώνα. Παρά τη στεγνή γραφειοκρατική γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα, τα πρακτικά της δίκης προβάλλουν με επάρκεια τον κώδικα αξιών που καθοδηγούσε τη συμπεριφορά και τη δραστηριότητα των κατοίκων του φτωχού νησιού των Κυθήρων, αλλά και την οπτική μέσα από την οποία η κοινωνία αντιμετώπιζε μεταξύ άλλων τον ρόλο της γυναίκας και του άνδρα, την ελευθερία του ατόμου, την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, το άσυλο της κατοικίας, την ασφάλεια των πολιτών, τη χρήση σωματικής βίας, τον πλούτο, τη φτώχεια και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης», καταλήγει.
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»