H οικονομική κατάσταση της οικογένειας ορίζει αν ένας έφηβος θα είναι παχύσαρκος ή υπέρβαρος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς.
Η χώρα μας εμφανίζει από τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας, καταλαμβάνοντας την 7η θέση στην κατάταξη της συχνότητας παχύσαρκων και υπέρβαρων εφήβων συνολικά και την 2η θέση στους 15χρονους.
Παρά το γεγονός αυτό, οι Έλληνες έφηβοι είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στις επιπτώσεις της ζάχαρης στην υγεία, με αποτέλεσμα να καταναλώνουν αισθητά λιγότερα γλυκά και κάτω από τα μισά αναψυκτικά σε σχέση με τους εφήβους των άλλων χωρών, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Γραφείου του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την ποιότητα διατροφής, την παχυσαρκία και τη φυσική δραστηριότητα στους εφήβους στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η έκθεση αναδεικνύει τον διαφοροποιημένο ρόλο της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας στην υιοθέτηση ανθυγιεινού τρόπου ζωής, με περισσότερο ευάλωτους τους εφήβους από τις λιγότερο εύπορες οικογένειες. Παράλληλα διαπιστώνει άνοδο της παχυσαρκίας στους εφήβους, συνδέοντάς την και με ελλιπή φυσική δραστηριότητα και ανθυγιεινά πρότυπα διατροφής.
Για την κατάρτιση της έκθεσης χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 44 χώρες, οι οποίες συμμετείχαν στην τελευταία έρευνα του διακρατικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children, HBSC του 2022. Η χώρα μας μετείχε μέσω του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «Κώστας Στεφανής»-ΕΠΙΨΥ. Το ελληνικό τμήμα της έρευνας άντλησε στοιχεία από πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 6.250 μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου, οι οποίοι με γονική συναίνεση συμπλήρωσαν ανώνυμο ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο στο σχολείο.
Οι συγγραφείς της έρευνας υπογραμμίζουν την αύξηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων εφήβων, τις ανθυγιεινές συνήθειες διατροφής και τα χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και άσκησης, με τον κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου, καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη και καρκίνου.
Διεθνώς μόνο το 20% των εφήβων ακολουθεί τις συστάσεις του ΠΟΥ για τουλάχιστον 60 λεπτά καθημερινής μέτριας – έντονης φυσικής δραστηριότητας και συγκεκριμένα το 25% των αγοριών και το 15% των κοριτσιών.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό είναι ακόμη χαμηλότερο, καθώς πέφτει στο 14% συνολικά, δηλαδή στο 18% για τα αγόρια και στο 10% για τα κορίτσια, φέροντας τη χώρα στη 40η θέση από τις 43 χώρες που είχαν σχετικά δεδομένα.
Μάλιστα, η φυσική δραστηριότητα τείνει να μειώνεται όσο οι έφηβοι μεγαλώνουν.
Έτσι, επαρκή φυσική δραστηριότητα έχει:
το 16% των παιδιών 11 ετών – ΣΤ’ Δημοτικού,
το 13% των εφήβων 13 ετών – Β΄ Γυμνασίου και
το 12% των εφήβων 15 ετών – Α’ Λυκείου, έναντι 16% διεθνώς.
Περίπου το 30% των εφήβων ηλικίας 11, 13 και 15 ετών στην Ελλάδα θεωρούνται σωματικά ανενεργοί, καθώς αναφέρουν μέτρια προς έντονη φυσική δραστηριότητα για τουλάχιστον 60 λεπτά, το πολύ για 2 ημέρες την εβδομάδα, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία.
Το ποσοστό των ανενεργών εφήβων (30%) είναι αυξημένο σε σχέση με το 2018 που έφτανε το 24% και επιπλέον, είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό των σωματικά ανενεργών εφήβων που φτάνει το 24% στις λοιπές χώρες που μετείχαν στην έρευνα.
Εντοπίζεται πολύ περισσότερο μάλιστα στους εφήβους που ζουν σε οικογένειες από αναλογικά χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο.