Την δική της εκδοχή για την δολοφονία της 28χρονης και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός και εκτός του Α.Τ. Αγίων Αναργύρων δίνει στην κατάθεσή της, που φέρνει στο φως της δημοσιότητας το CNN Greece, η αξιωματικός υπηρεσίας.
Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, το θύμα δεν θέλησε να υποβάλει μήνυση στον δράστη, αν και είχε πάει στο τμήμα για να ζητήσει βοήθεια.
«Μου εξήγησε ότι στο παρελθόν, του είχε κάνει μήνυση και ρωτώντας την για ποιο λόγο, εκείνη μου είπε ότι την εξύβριζε, την απειλούσε και την βίαζε, πλην όμως την απέσυρε».
«Μας είπε ότι το μόνο που ήθελε ήταν να την πάει κάποιο περιπολικό στο σπίτι» δήλωσε. «Της εξηγήσαμε ότι δεν γνωρίζαμε πόσο χρόνο χρειάζεται ακριβώς για να έρθει. Μας είπε ότι θα πάρει εκείνη το 100 και έφυγε μαζί με τον άνδρα που ήρθαν μαζί».
Περιγράφοντας όσα συνέβησαν αφότου η 28χρονη βγήκε από το Τμήμα και όσα ακολούθησαν κατά την επίθεση του 39χρονου, αναφέρει:
«Μετά από περίπου 3-4 λεπτά, άκουσα έναν άνδρα να φωνάζει “βοήθεια την σκοτώνει, την σκοτώνει’”. Αμέσως εγώ και η Μ. βγήκαμε στο μπαλκόνι, το οποίο κοιτάει προς την σκοπιά του τμήματος και είδαμε δύο άτομα πεσμένα στο έδαφος και τον Αρχιφύλακα Μ. να στέκεται όρθιος».
Η αξιωματικός περιγράφει και τι αντίκρισε όταν κατέβηκε και πλησίασε το θύμα και τον δράστη:
«Ψάχνοντας για το μαχαίρι είδα τον άνδρα, ο οποίος βρισκόταν καθισμένος να σηκώνει το δεξί του χέρι, κρατώντας ένα μαχαίρι και να το καρφώνει στο λαιμό του και συγκεκριμένα στην αριστερή του πλευρά».
«Βλέποντάς το αυτό είπα αμέσως στον Αρχιφύλακα Μ., αφού ήταν πιο κοντά, να του πάρει το μαχαίρι από τα χέρια. Εκείνος του το πήρε, το πέταξε στο έδαφος και εγώ το κλώτσησα πιο μακριά για να μην το φτάνει ο άνδρας» συμπλήρωσε.
Το κείμενο της κατάθεσης της Αξιωματικού Υπηρεσίας:
Είμαι αστυνομικός, φέρω τον βαθμό της Αστυφύλακα και υπηρετώ στο Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων.
Σήμερα (01/04/2024) βρισκόμουν σε διατεταγμένη υπηρεσία, Αξιωματικού Υπηρεσίας κατά το ωράριο, από την 22:00 ώρα της 01-04-2024 έως την 06:00 ώρα της 02-04-2024. Περίπου στις 22:10 ώρα, ενώ βρισκόμουν στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας, παρατήρησα από τις κάμερες δύο άτομα και συγκεκριμένα, μια γυναίκα και έναν άνδρα, να μιλάνε στον αστυνομικό που βρισκόταν σε υπηρεσία σκοπού καταστήματος, ο οποίος ονομάζεται Μ.Ι.
Έπειτα τα δύο αυτά άτομα ανέβηκαν στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας, όπου βρισκόμουν εγώ, η Υποδιοικητής του Τμήματος η Αστυνόμος Β’ Κ.Π., η οποία βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία ως επόπτης της Διεύθυνσης Αστυνομίας Δυτικής Αττικής (…) καθώς και η Αστυφύλακας ΦΜ, η οποία και εκείνη βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία, ως οδηγός της Αστυνόμου. Στο γραφείο μπήκε μόνο η γυναίκα, ο άνδρας που ήταν μαζί της, την περίμενε στο χώρο που βρίσκεται έξω από το Γραφείο.
Αμέσως ρώτησα τον λόγο που βρίσκεται στην Αστυνομία και πως θα μπορούσα να την βοηθήσω. Εκείνη άρχισε να μου λέει ότι υποψιάζεται ότι ο πρώην της, χωρίς να μου δώσει τα στοιχεία του, την περιμένει κάτω από το σπίτι της, το οποίο όπως μου δήλωσε βρίσκεται κοντά στο τμήμα.
«Μου απάντησε ότι ούτε χθες ούτε σήμερα την εξύβρισε ή την απείλησε. Μου εξήγησε ότι στο παρελθόν, του είχε κάνει μήνυση και ρωτώντας την για ποιο λόγο, εκείνη μου είπε ότι την εξύβριζε, την απειλούσε και την βίαζε, πλην όμως την απέσυρε. Τότε η συνάδελφός μου Φ.Μ., την ρώτησε αν θέλει να κάνει σήμερα μήνυση κι εκείνη απάντησε ότι δεν θέλει. Μας είπε ότι το μόνο που ήθελε ήταν να την πάει κάποιο περιπολικό στο σπίτι».
«Της εξηγήσαμε ότι δεν γνωρίζαμε πόσο χρόνο χρειάζεται ακριβώς για να έρθει. Μας είπε ότι θα πάρει εκείνη το 100 και έφυγε μαζί με τον άνδρα που ήρθαν μαζί».
«Μετά από περίπου 3-4 λεπτά, άκουσα έναν άνδρα να φωνάζει “βοήθεια την σκοτώνει, την σκοτώνει”. Αμέσως εγώ και η Μ. βγήκαμε στο μπαλκόνι, το οποίο κοιτάει προς την σκοπιά του τμήματος και είδαμε δύο άτομα πεσμένα στο έδαφος και τον Αρχιφύλακα Μ. να στέκεται όρθιος».
«Φτάνοντας στην σκοπιά είδα την γυναίκα που βρισκόταν πριν λίγο στο γραφείο μας, πεσμένη στο έδαφος, μπρούμυτα και γύρω της, κάτω στο έδαφος να υπάρχει αρκετό αίμα και να έχει σπασμούς. Κοντά της βρισκόταν ένας άνδρας, καθισμένος σε ένα πεζούλι μπροστά από την σκοπιά, γέρνοντας το σώμα του ελαφρώς προς τα αριστερά, ενώ το δεξί του το χέρι το ακουμπούσε πάνω στο σώμα του».
«Ψάχνοντας για το μαχαίρι είδα τον άνδρα, ο οποίος βρισκόταν καθισμένος να σηκώνει το δεξί του χέρι, κρατώντας ένα μαχαίρι και να το καρφώνει στο λαιμό του και συγκεκριμένα στην αριστερή του πλευρά. Βλέποντάς το αυτό είπα αμέσως στον Αρχιφύλακα Μ., αφού ήταν πιο κοντά, να του πάρει το μαχαίρι από τα χέρια. Εκείνος του το πήρε, το πέταξε στο έδαφος και εγώ το κλώτσησα πιο μακριά για να μην το φτάνει ο άνδρας. Η Μ. δεν βρισκόταν μπροστά στο περιστατικό με το μαχαίρι καθώς είχε ανέβει στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας για να καλέσει σταθμό του ΕΚΑΒ. Μετά ανέβηκα και εγώ».
«Μέχρι να ξανακατέβω είχαν φτάσει ήδη και άλλοι αστυνομικοί από άλλες ομάδες, χωρίς όμως να έρθει σταθμός του ΕΚΑΒ. Αφού κατέβηκα πήρα τον άνδρα που μου είπε ότι την είχε μαχαιρώσει και ανεβήκαμε στο γραφείο για να του ζητήσω τα στοιχεία του και να μου πει τι ακριβώς έγινε. Εκείνος δεν κατάφερε να μου πει τι έγινε καθώς ήταν ταραγμένος».
«Μετά τον ρώτησα αν γνώριζε τον άνδρα που μαχαίρωσε την Γ. και μου είπε ότι τον γνωρίζει αλλά εκείνη τη στιγμή επειδή ήταν ταραγμένος δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά του».
«Ακούγοντας τις συζητήσεις κατάλαβα ότι αυτός με την Γ. είχαν σχέση στο λύκειο και από τότε δεν είχαν ξαναμιλήσει. Πριν τρεις μέρες του έστειλε η Γ. μήνυμα για να βγουν και όταν βγήκαν του εξήγησε ότι είχαν χωρίσει με τον Κ., με τον οποίο είχαν αρραβωνιαστεί και ότι τον φοβόταν, χωρίς να πει για ποιον λόγο ακριβώς».