Τέλος έδωσε στη ζωή της η γνωστή σκηνογράφος και ενδυματολόγος Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, με πολλές σημαντικές δουλειές στο θέατρο, αλλά και στον κινηματογράφο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου φέρεται να έδωσε τέλος στη ζωή της.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και στην Ανωτάτη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μαθήτευσε δίπλα στον Διονύση Φωτόπουλο. Από το 1996 είχε σχεδιάσει σκηνικά και κοστούμια σε περισσότερες από εξήντα θεατρικές παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (Λονδίνο, Ιταλία κ.α.).
Ξεκίνησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, όπου σπούδασε ζωγραφική με δάσκαλό της τον σημαντικό, αν και παραγνωρισμένο, Μίμη Κοντό. Επέστρεψε στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός στη Σχολή του Εθνικού. Ένας από τους συμφοιτητές της ήταν ο Νίκος Καραθάνος, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστεί, χρόνια μετά, όχι ως ηθοποιός αλλά συμμετέχοντας στο εξαιρετικό του team ως σκηνογράφος. Βέβαια, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάστηκε, δημιουργώντας μαζί του μερικές από τις πλέον αξιομνημόνευτες παραστάσεις του Αμόρε (Θέατρο του Νότου).
Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου θεωρείτο από τις σημαντικότερες Ελληνίδες σκηνογράφους-ενδυματολόγους. Έχει υπογράψει μερικές από τις πιο εμβληματικές συνεργασίες των τελευταίων ετών σε θέατρο και κινηματογράφο, όπως οι ταινίες που έχει γυρίσει ο Γιώργος Λάνθιμος επί ελληνικού εδάφους, τα αιρετικά έργα της Λένας Κιτσοπούλου, οι επιτυχίες του Νίκου Καραθάνου (Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται, Σιρανό, η περίφημη Γκόλφω, το υπέροχο Δεκαήμερο) και μόλις πρόσφατα ο αμφιλεγόμενος Βυσσινόκηπος στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, που θεωρήθηκε προσωπικό της επίτευγμα.
Μεγάλωσε στο Κολωνάκι, αλλά, όταν παιδί ακόμα, η οικογένειάς της μετακόμισε κάποια στιγμή δίπλα στο θέατρο Ιλίσια. «Έβλεπα όλες τις παραστάσεις του θιάσου Γαληνέα-Αλεξανδράκη, κυρίως αστικό θέατρο. Όσον αφορά το σινεμά, μεγάλωσα βλέποντας όλες τις Μελωδίες της Ευτυχίας. Και εννοείται ότι είδα πολύ Αλίκη, την οποία λάτρευα!», είχε πει η Παπαγεωργακοπούλου σε συνέντευξή της στην Lifo.
Για την πόλη στην οποία ανατράφηκε και εργάστηκε είχε δηλώσει:
«Η Αθήνα με εμπνέει από την ανάποδη. Δεν έχω και άλλη επιλογή, είναι μονόδρομος. Δεν μ’ αρέσει αναγκαστικά η οδός Αθηνάς και οι πάροδοί της, όπου τρέχουμε όλοι οι σκηνογράφοι σαν τρελοί, αλλά την έχω αγαπήσει. Μου αρέσει περισσότερο η Αθήνα τη νύχτα, η Σταδίου, η Κολοκοτρώνη, το Σύνταγμα. »
Οι καλλιτεχνικές της επιρροές ήταν ο Κουντέλκα, ο Γιόζεφ Μπόιζ και, σε έναν βαθμό, ο θείος της Σάββας Κονταράτος, αρχιτέκτονας και καθηγητής στην Καλών Τεχνών, όπως αναφέρει το in.gr. «Όταν ήμουν μικρή, παρακολουθούσα τη δουλειά του και μιλούσαμε πάρα πολύ για την αρχιτεκτονική. Γι’ αυτό έχω μια μανία με τον χώρο», είχε δηλώσει η σκηνογράφος.
Αγαπούσε πολύ την δουλειά της και την έκανε με πάθος, όλα τα χρόνια.
«Αν αγαπάς κάτι πολύ και το φροντίσεις, τα καταφέρνεις. Είναι σαν τα λουλούδια. Δεν σου μαθαίνει το βιβλίο της κηπουρικής πώς να τα φροντίζεις, μαθαίνεις άμα πάρεις δυο γλαστρούλες και αρχίσεις να ασχολείσαι. Έτσι είναι και το κοστούμι. Είναι κάτι που φοριέται από τον άνθρωπο, κάτι οργανικό.
Άργησα να το αγαπήσω το κοστούμι κι έτσι άρχισε να ζωντανεύει σιγά-σιγά. Τώρα το αγαπώ πολύ. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό που λες και δεν το είχα συνειδητοποιήσει, πάντα έψαχνα να βρω τι ήταν αυτό που διαφοροποιούσε τα πράγματα. Όντως τα κοστούμια τα θεωρούσα κομμάτι του σκηνικού.
Ενώ όταν αυτονομήθηκαν στο μυαλό μου, τότε τα αγάπησα κι άρχισα να το γλεντάω. Ίσως να φοβόμουν την άμεση επαφή με τους ανθρώπους. Νομίζω ότι με αυτό που μου είπες μου ξεκλειδώνεις πράγματα. Θυμάμαι ότι παρατηρούσα την εικόνα και τα έβλεπα όλα μαζί-σκηνικό και κοστούμια ένα πράγμα.»