
της Εβίτας Χρυσολούρη
Σε ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη –από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι την Ιταλία και την Ελλάδα- διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια στον Τουρισμό μια τάση που φαίνεται αθώα αλλά κρύβει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες: η στροφή ολοένα και περισσότερων πολιτών στην τουριστική εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας τους.
Οι κάτοικοι μετατρέπουν τα σπίτια τους σε Airbnb, αγοράζουν ακίνητα όχι για να ζήσουν αλλά για να τα νοικιάσουν σε επισκέπτες, ενώ ολόκληρες πόλεις προσαρμόζουν την οικονομική τους δραστηριότητα στις ανάγκες των τουριστών και όχι των μόνιμων κατοίκων.
Αυτό που ξεκίνησε ως ευκαιρία συμπληρωματικού εισοδήματος έχει εξελιχθεί σε μονοκαλλιέργεια: σε πολλές περιοχές, η απόκτηση ή διατήρηση ενός σπιτιού για προσωπική χρήση είναι πλέον πολυτέλεια, ενώ η στροφή της τοπικής οικονομίας στον τουρισμό έχει διαβρώσει την παραγωγική βάση, την κοινωνική συνοχή και –το σημαντικότερο– το μέλλον των επόμενων γενιών.
Το σπίτι ως επένδυση, όχι ως κατοικία
Η μαζική τουριστικοποίηση έχει αλλάξει την έννοια της ιδιοκτησίας. Αντί να χρησιμοποιείται για να καλύψει ανάγκες στέγασης, η κατοικία αντιμετωπίζεται ως «τουριστικό προϊόν». Η ενοικίαση βραχυχρόνιας διάρκειας υπόσχεται μεγαλύτερα έσοδα, και σε πολλές περιπτώσεις τα δίνει – προσωρινά. Όμως, αυτό έχει οδηγήσει σε εκτόξευση των ενοικίων για τους ντόπιους, σε έξοδο των κατοίκων από τις ιστορικές γειτονιές, και σε μια αγορά ακινήτων που προσανατολίζεται στις ανάγκες του επισκέπτη, όχι του πολίτη.
Οι επενδύσεις –από ντόπιους ή από ξένα κεφάλαια– στρέφονται σε τουριστικά projects: ξενοδοχεία, resorts, πλατφόρμες ενοικίασης, θεματικά πάρκα. Όμως αυτή η ανάπτυξη δεν ενισχύει την τοπική βιομηχανία, δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης, ούτε μεταφέρει τεχνογνωσία στους ντόπιους. Αντιθέτως, ενισχύει ένα οικονομικό μοντέλο χαμηλών απολαβών και υψηλής εξάρτησης από εξωτερικούς παράγοντες.
Το μοντέλο «ήλιος και θάλασσα»: μια παγίδα ανάπτυξης
Η εξάρτηση από τον τουρισμό δεν είναι ελληνικό ή μεσογειακό φαινόμενο. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν στην Καραϊβική, στη Νοτιοανατολική Ασία, ακόμα και στον Ινδικό Ωκεανό. Νησιά όπως η Τζαμάικα, οι Μαλδίβες, το Μπαλί, ή χώρες όπως η Ταϊλάνδη έχουν δεχτεί τεράστιες τουριστικές επενδύσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Κι όμως, ο πλούτος δεν διαχύθηκε στον πληθυσμό: η φτώχεια παραμένει εκτεταμένη, η εξάρτηση από τον διεθνή τουρισμό εντείνεται και το βιοτικό επίπεδο των ντόπιων αλλάζει ελάχιστα.
Η τουριστική οικονομία, όσο θελκτική κι αν φαίνεται, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
- Εργασίες χαμηλής ειδίκευσης και αμοιβής
- Χαμηλή παραγωγικότητα και αδυναμία αυτοματοποίησης
- Αναλώσιμοι φυσικοί πόροι που φθείρονται με τη χρήση (παραλίες, υποδομές, πολιτιστικό απόθεμα)
- Ευπάθεια σε διεθνείς κρίσεις (πολέμους, πανδημίες, πληθωρισμό, κλιματικές αλλαγές)
Δεν είναι τυχαίο ότι καμία χώρα στον κόσμο –ούτε μία– δεν έγινε πλούσια στηριζόμενη αποκλειστικά ή κυρίως στον τουρισμό. Ο τουρισμός μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά, όχι ως βάση μιας οικονομίας.
Η ψευδαίσθηση των ξένων επενδύσεων
Ακόμα και όταν ο τουρισμός χρηματοδοτείται με ξένες επενδύσεις –όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στη Σερβία ή στη Γεωργία– τα οφέλη είναι περιορισμένα και συγκεντρωμένα. Τα έσοδα συχνά επαναπατρίζονται, οι θέσεις εργασίας είναι προσωρινές και χαμηλής ειδίκευσης, ενώ οι τοπικές οικονομίες μετατρέπονται σε «υπηρέτες» του τουρίστα: από τη ρύθμιση των ωραρίων και των χρήσεων γης, μέχρι τις τοπικές μεταφορές και την εμπορική δραστηριότητα.
Η μαζική άφιξη τουριστών μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ, αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αντιθέτως, προκαλεί συχνά στεγαστικές κρίσεις, εξάντληση υποδομών και αύξηση του κόστους ζωής. Οι μόνιμοι κάτοικοι δεν απολαμβάνουν καλύτερες υπηρεσίες, αλλά συχνά εκτοπίζονται – κοινωνικά και χωρικά.
Η ανάγκη για παραγωγική στροφή
Η οικονομική βιωσιμότητα απαιτεί κάτι περισσότερο από τουριστικά έσοδα: χρειάζεται εγχώρια παραγωγή, τεχνολογία, βιομηχανία και καινοτομία. Ο ευρωπαϊκός Νότος έχει ανάγκη από πολιτικές που στηρίζουν τους μικρομεσαίους παραγωγούς, τους νέους επιχειρηματίες, την έρευνα και την μεταποίηση.
Χώρες όπως η Δανία, η Φινλανδία, η Νότια Κορέα ή η Ταϊβάν απέδειξαν ότι η επένδυση στην τεχνολογία και στα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας οδηγεί σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Ο τουρισμός μπορεί να είναι μέρος της οικονομικής εξίσωσης – όχι όμως το επίκεντρο.
Η πολιτιστική και κοινωνική διάβρωση
Τέλος, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού φθείρει όχι μόνο τους πόρους αλλά και την ταυτότητα των περιοχών. Όταν τα κέντρα των πόλεων γίνονται «σκηνικά» για φωτογραφίες και τοπικά έθιμα προσαρμόζονται στις ανάγκες των τουριστών, χάνεται η αυθεντικότητα και διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός.
Η μετατροπή κατοίκων σε «φιλοξενούμενους» στον τόπο τους οδηγεί σε μαζική έξοδο των νέων, σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και σε μια αίσθηση απώλειας της κυριότητας πάνω στον ίδιο τον τόπο.
Η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι από μόνη της λύση. Αντί να μετατρέπουμε τα σπίτια μας σε επιχειρήσεις και τις πόλεις μας σε καρτ-ποστάλ, ήρθε η ώρα για μια νέα στρατηγική: επένδυση στον άνθρωπο, στην παραγωγή και στην τεχνογνωσία.
Ο ευρωπαϊκός Νότος αξίζει κάτι περισσότερο από εποχικά εισοδήματα και οικονομίες εξυπηρέτησης. Αξίζει ένα βιώσιμο και δίκαιο μέλλον.