Ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ελλάδα Έρνστ Ράιχελ έσπευσε να χαιρετίσει στο twitter την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Βέβαια, έχει ενδιαφέρον ότι στο «τουίτ» προσέθεσε και τον σύνδεσμο για ένα άρθρο στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine το οποίο ταυτόχρονα παρέθετε την οπτική της Γερμανίας αλλά και αναγνώριζε τις δυσκολίες που υπάρχουν.
Το άρθρο αυτό, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Και στη μέση οι Γερμανοί», προσπαθεί να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία προσπαθεί να διαχειριστεί την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Αναγνωρίζει ότι η Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, από τη στιγμή που η Αθήνα ανέμενε πολύ πιο αποφασιστικές παρεμβάσεις απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, ιδίως στη διάρκειας της γερμανικής προεδρία που ολοκληρώθηκε στο τέλος της περασμένης χρονιάς.
Ωστόσο υπογραμμίζει ότι η Γερμανία δεν ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που σε αυτή τη φάση δεν ήθελε τη ρήξη με την Τουρκία. Τόσο αρκετές χώρες της ανατολικής Ευρώπης που δεν θα ήθελαν να δουν μια αποξενωμένη από την Ευρώπη Τουρκία να πηγαίνει πιο κοντά στη Μόσχα, όσο και χώρες όπως η Ισπανία (με τις ισπανικές τράπεζες να κατέχουν σημαντικό μέρος του τουρκικού χρέους) δεν επιθυμούσαν επιδείνωση των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Ταυτόχρονα, το κείμενο αποτυπώνει και την τοποθέτηση της γερμανικής διπλωματίας ότι η Τουρκία δεν είχε στην πραγματικότητα ευνοϊκή μεταχείριση από την γερμανική προεδρία στην ΕΕ. Παράλληλα, υπογραμμίζει όλη τη δυσκολία ενός διαλόγου όπου οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε καν στη θεματολογία και το εύρος αυτού του διαλόγου.
Το Βερολίνο δεν θέλει να φαίνεται ότι πιέζει
Η γερμανική κυβέρνηση έχει πάρα πολλούς λόγους να θέλει να ευοδωθούν οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα και να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε κρίσιμη καμπή, με την προσπάθεια για συντονισμένη κίνηση ανάκαμψης να ξεκινάει, με περισσότερες από το συνηθισμένο καταγεγραμμένες περιπτώσεις δυσκολίας συνεννόησης, και με ανοιχτά τα ερωτήματα που άφησε ο συνδυασμός ανάμεσα στο Brexit και τη διεκδίκηση à la carte τήρησης των κανόνων από ορισμένες «χώρες της διεύρυνσης», το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε το Βερολίνο θα ήταν μια γεωπολιτική κρίση και δη με τη μορφή «θερμού επεισοδίου» στα όρια της ΕΕ. Ιδίως όταν ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί νέες ισορροπίες με τις ΗΠΑ.
Σε αυτή την ανησυχία δεν προστίθενται μόνο τα άμεσα ή έμμεσα γερμανικά συμφέροντα, από τις γερμανικές εξαγωγές (συμπεριλαμβανομένων και οπλικών συστημάτων) μέχρι τη σημασία της διατήρησης σε ισχύ του πλαισίου της Κοινής Δήλωσης ΕΕ και Τουρκίας για το προσφυγικό, αλλά και ένα ευρύτερο διακύβευμα. Αυτό αφορά την ανάγκη που έχει η Γερμανία, χώρα που έχει συχνά κατηγορηθεί ότι δεν αναλαμβάνει το στρατιωτικό κόστος που αναλογεί στην οικονομική και πολιτική παρουσία της, να δείξει ότι είναι μια δύναμη που μπορεί να προωθήσει διαδικασίες διαλόγου και ειρηνικής επίλυσης αντιθέσεων. Γι’ αυτό και επιθυμεί να διατηρήσει ένα σχετικά καλό επίπεδο συνεννόησης με την Τουρκία, που προφανώς δεν θα συνιστά πραγματική «ενταξιακή προοπτική», όμως θα επιτρέπει διάφορες αναβαθμισμένες συνεργασίες.
Ταυτόχρονα, το Βερολίνο γνωρίζει ότι ένα «υπερβολικό» ενδιαφέρον θα μπορούσε να είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Εξ ου και η δήλωση της εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών Μ. Άντεμπαρ ότι περί μη εμπλοκής στις συνομιλίες. «Το ποια θέματα, ποιες λύσεις και ποια μέτρα θα συμφωνηθούν είναι υπόθεση των [εμπλεκόμενων] πλευρών», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή της, ενώ συνέστησε «απ’ έξω» να αποφεύγουν, «προς το παρόν», παρεμβατικά σχόλια «σε μια διαδικασία που μόλις ξεκίνησε.»
Όλα αυτά πάντως δεν αναιρούν την ουσία. Η Γερμανία θα ήθελε προφανώς να υπάρξει διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, όμως χωρίς να αναλάβει το κόστος να ασκήσει πίεση ώστε τα πράγματα να κινηθούν σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη προσπάθεια τα ελληνοτουρκικά μέσω της επιστροφής στο «τραπέζι του διαλόγου», ακόμη και εάν αυτός μπορεί να δείχνει αλυσιτελής, να ξαναγίνουν ένα «διμερές θέμα» και όχι ένα «ευρωπαϊκό πρόβλημα», έστω και εάν στην ουσία η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δοκιμάζει διαρκώς την ικανότητα της Ευρώπης να προσφέρει τις εγγυήσεις που υποτίθεται ότι εμπεριέχονται στην ίδια τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο διάλογος και οι κυρώσεις
Σε αυτό το φόντο, ενδεικτική της σπουδής να δοθεί μια εικόνα ότι τα πράγματα πηγαίνουν σε καλή κατεύθυνση ήταν ο τρόπος που παρουσίασε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας τη συζήτηση που έγινε στο Συμβούλιο Εξωτερικών της ΕΕ για τα ζητήματα των κυρώσεων στην Τουρκία.
Η σπουδή να δηλώσει ότι «δεν αποφασίσαμε σήμερα κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας, καθώς βλέπουμε ότι υπάρχει θετική εξέλιξη», επικαλούμενος το ότι δεν υπάρχουν τουρκικά πλοία στις επίμαχες περιοχές στην Ανατολική Μεσόγειο είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική.
Ιδίως εάν τη συγκρίνουμε με την πιο προσεκτική δήλωση του Ζοζέπ Μπορέλ που επισήμανε ότι η λίστα των μέτρων δεν είναι έτοιμη «αλλά δεν έχει μπει στην άκρη. Η δουλειά συνεχίζεται» και τόνισε ότι «θα συνεχίσουμε τη δέσμευσή μας με την Τουρκία εν όψει της έκθεσης που πρέπει να παρουσιάσουμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο μαζί με την Κομισιόν, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Δεκεμβρίου και πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα τις επόμενες εβδομάδες από κάθε άποψη
Η πραγματική δυσκολία
Η εκκίνηση των διερευνητικών ανέδειξε τη δυσκολία των ζητημάτων. Μπορεί να υπήρξαν συμβολισμοί «καλής θέλησης» και «αναβάθμισης» των συνομιλιών από την Τουρκία, με πιο χαρακτηριστική την παρουσία του Ιμπραχίμ Καλίν, όμως το τοπίο παραμένει δύσβατο. Ιδίως από τη στιγμή που επιμένει στη διευρυμένη ατζέντα των συζητήσεων και στη συμπερίληψη του συνόλου των θεμάτων που η Άγκυρα θεωρεί ότι ορίζουν τις διαφορές των δύο κρατών, προσπερνώντας την ελληνική θέση ότι η βασική διαφορά που πρέπει να συζητηθεί είναι αυτή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
Όμως στο βαθμό που η Τουρκία θα αποφύγει εμφανείς κινήσεις πρόκλησης (π.χ. με την επιστροφή ερευνητικών σκαφών στις διαφιλονικούμενες ζώνες), οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και ιδίως το Βερολίνο θα μπορούν να υποστηρίζουν ότι τα πράγματα κινούνται σε θετική κατεύθυνση, έστω και εάν στην πραγματικότητα θα απέχουμε από μια διαδικασία διαλόγου με ορίζοντα απτά αποτελέσματα.
IN.GR