Της Εβίτας Χρυσολούρη
Όσο πιο αποτρόπαιη η λεπτομέρεια, τόσο μεγαλύτερη η τηλεθέαση
Για περισσότερο από έναν χρόνο, η υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου, κατηγορούμενης και καταδικασθείσας για δολοφονία, έχει μονοπωλήσει την επικαιρότητα. Δεν υπάρχει εβδομάδα που να μη φιλοξενείται το όνομά της στα τηλεοπτικά πάνελ, σε ειδήσεις, podcasts, ακόμα και σε χιουμοριστικές εκπομπές. Όσο πιο αποτρόπαιη η λεπτομέρεια, τόσο μεγαλύτερη η τηλεθέαση.Η ερώτηση που τίθεται πλέον είναι όχι μόνο τι συνέβη, αλλά γιατί συνεχίζει να συμβαίνει η αναπαραγωγή του εγκλήματος ως προϊόν κατανάλωσης και ψυχαγωγίας.
Η εξοικείωση με το έγκλημα και οι κοινωνικές συνέπειες
Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η συστηματική έκθεση του κοινού σε περιεχόμενο σχετικό με εγκλήματα, είτε μέσω ενημερωτικών είτε μέσω ψυχαγωγικών μέσων (σειρές, βίντεο, ντοκιμαντέρ), οδηγεί στην απευαισθητοποίηση και ενίοτε στην κανονικοποίηση της βίας.
Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει αύξηση της εγκληματικότητας ή τουλάχιστον αύξηση της ανεκτικότητας σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, όσο τα ΜΜΕ μετατρέπουν το έγκλημα σε θέαμα.
Η περιέργεια για το «κακό» είναι βαθιά ανθρώπινη. Όμως το να γίνεται πηγή κέρδους, να αποκτά σχεδόν τηλεοπτική αισθητική, με μουσικές αγωνίας, γκρο πλάνα, εμπορικά σποτ και τηλεφωνικές ψηφοφορίες, ξεπερνά τα όρια της ενημέρωσης. Μπαίνει στα χωράφια της εκμετάλλευσης του πόνου και της ηθικής εκτροπής.
Πού είναι το ΕΣΡ;
Εδώ τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος επιβλέπει τα μέσα ενημέρωσης όταν δεν τηρούν την ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και τη δημοσιογραφική ηθική; Το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ), αρμόδιο όργανο για την εποπτεία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, έχει θεσμική υποχρέωση να παρέμβει όταν το έγκλημα γίνεται «σειρά» με συνεχόμενα επεισόδια. Η απουσία του ανοίγει την πόρτα σε ένα ανεξέλεγκτο πεδίο εμπορευματοποίησης της τραγωδίας.
Δεν πρόκειται για λογοκρισία, αλλά για ρύθμιση της ισορροπίας ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και την προστασία του κοινωνικού ιστού.
Το έγκλημα σαν θέαμα στην αρένα της τηλεθέασης
Όταν το κοινό, και ιδιαίτερα οι νεότερες ηλικίες, ταυτίζονται ή έστω εξοικειώνονται με την εγκληματική συμπεριφορά, ο αντίκτυπος ξεφεύγει από το προσωπικό δράμα και γίνεται συλλογικό πρόβλημα.Το ερώτημα που μένει είναι απλό και ταυτόχρονα βαθιά ανησυχητικό: Μέχρι πότε θα επιτρέπουμε να πουλιέται το έγκλημα σαν θέαμα, χωρίς καμία εποπτεία, χωρίς όριο και – κυρίως – χωρίς ευθύνη;