Η εφηβεία είναι η περίοδος της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να επηρεαστούν αρνητικά από από το ίντερνετ και μάλιστα όχι ακριβώς στην ίδια ηλικία. Σύμφωνα με βρετανική έρευνα τα κορίτσια επηρεάζονται νωρίτερα σε σχέση με τα αγόρια.
Στα κορίτσια η αρνητική επίπτωση των κοινωνικών δικτύων, όπως το Facebook, το Instagram και το WhatsApp, στην ικανοποίηση τους από τη ζωή γίνεται αισθητή στις ηλικίες των 11 έως 13 ετών, ενώ στα αγόρια στα 14 έως 15 χρόνια τους, μια διαφορά που μπορεί να οφείλεται και σε ορμονικές αιτίες, καθώς τα κορίτσια συνήθως μπαίνουν στην εφηβεία νωρίτερα. Από την άλλη, στην αρχή της ενήλικης ζωής και τα δύο φύλα επηρεάζονται αρνητικά στην ίδια ηλικία των 19 ετών.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Διαδικτύου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Oxford Internet Institute) και του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», επεσήμαναν ότι μέσα στην τελευταία δεκαετία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει θεμελιωδώς τον τρόπο που οι άνθρωποι διαφόρων ηλικιών περνάνε τον χρόνο τους, μοιράζονται πληροφορίες για τους εαυτούς τους και επικοινωνούν με τους άλλους. Παρά τις αρκετές μελέτες πάνω στο θέμα, εξακολουθεί να υπάρχει μια αβεβαιότητα για τη σχέση των social media με την ψυχική ευημερία εφήβων και ενηλίκων.
Η νέα μελέτη από ψυχολόγους, νευροεπιστήμονες και μοντελοποιητές ανέλυσε στοιχεία για περίπου 84.000 άτομα 10 έως 80 ετών, μεταξύ των οποίων 17.400 ηλικίας 10-21 ετών. Διαπίστωσε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες περίοδοι – διαφορετικές για τα δύο φύλα – που οι έφηβοι είναι πιο ευάλωτοι στην έκθεση τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η ικανοποίηση τους από τη ζωή εμφανίζεται μειωμένη ένα χρόνο μετά. Από την άλλη, οι έφηβοι που είναι ήδη κάτω του μέσου όρου ικανοποιημένοι από τη ζωή τους λόγω υπαρχόντων ψυχολογικών και άλλων προβλημάτων, χρησιμοποιούν περισσότερο τα social media.
Ακόμη, τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια η χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ηλικία των 19 ετών σχετίζεται με μείωση της ικανοποίησης από τη ζωή μετά από ένα έτος. Πρόκειται για ένα ηλικιακό «παράθυρο» μετά την εφηβεία, σύμφωνα με τους ερευνητές, που οι νέοι ενήλικες είναι συχνά ξανά ευάλωτοι, επειδή φεύγουν από το σπίτι τους ή ξεκινούν να εργάζονται, πράγμα που καθιστά πιθανότερο να επηρεασθούν αρνητικά από τα κοινωνικά δίκτυα. Σε άλλες περιόδους, πέρα από την εφηβεία και λίγο μετά την ενηλικίωση, η σχέση social media και μειωμένης ικανοποίησης από τη ζωή δεν φαίνεται στατιστικά σημαντική.
Η επικεφαλής ερευνήτρια, πειραματική ψυχολόγος δρ Έιμι Όρμπεν του Κέιμπριτζ, δήλωσε ότι «ο σύνδεσμος μεταξύ χρήσης μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ψυχικής ικανοποίησης είναι σίγουρα ιδιαίτερα πολύπλοκος. Οι αλλαγές στα σώματα μας, όπως η ανάπτυξη του εγκεφάλου και η εφηβεία, καθώς και οι κοινωνικές περιστάσεις, φαίνεται να μας κάνουν ευάλωτους σε μερικές συγκεκριμένες περιόδους της ζωής μας».
Η μελέτη δείχνει πάντως ότι δεν επηρεάζει μόνο η χρήση social media αρνητικά την ψυχική υγεία, αλλά ισχύει επίσης και το αντίστροφο, δηλαδή η εκ των προτέρων μειωμένη ικανοποίηση από τη ζωή αυξάνει τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι είναι προς το παρόν αδύνατο να προβλεφθεί ποιοί άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο να επηρεασθούν αρνητικά από τα social media, π.χ. εμφανίζοντας άγχος, κατάθλιψη ή διαταραχές ύπνου.
Ο καθηγητής αναπτυξιακής νευροεπιστήμης Ρότζιερ Κιέβιτ του Ινστιτούτου Εγκεφάλου Donders δήλωσε ότι «το στατιστικό μοντέλο μας εξετάζει μέσους όρους. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται κάθε νέος να βιώσει αρνητική επίπτωση στην ψυχική ευημερία του από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για μερικούς συχνά η επίπτωση θα είναι θετική. Ορισμένοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα social media για να συνδεθούν με φίλους ή να βοηθηθούν να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα ή επειδή δεν έχουν κανέναν για να μιλήσουν σχετικά με κάτι που τους απασχολεί ή για το πώς νιώθουν. Για όλους αυτούς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να τους παρέχουν πολύτιμη υποστήριξη».