Μεσημέρι στην κεντρική πλατεία του χωριού, κάτοικοι και επισκέπτες αποζητούν τη σκιά του μεγάλου πλατάνου: η εικόνα αυτή, τόσο χαρακτηριστική του ελληνικού καλοκαιριού, σε λίγα χρόνια μπορεί να ανήκει οριστικά στο παρελθόν, καθώς τα πλατάνια στη χώρα μας κινδυνεύουν με… αφανισμό. Αιτία; Ενας μύκητας, ο Ceratocystis Platani, που για πρώτη φορά εντοπίστηκε στις ΗΠΑ το 1935.
Στην Ευρώπη φέρεται να «ταξίδεψε» κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πιθανότατα μέσω των ξύλινων κιβωτίων που μετέφεραν πολεμικό υλικό από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Περιοχές της Ιταλίας και της Νότιας Γαλλίας αντιμετωπίζουν εδώ και δεκαετίες μεγάλο πρόβλημα, και μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, μέσα σε 20 χρόνια σε πόλεις της Ιταλίας καταστράφηκε το 90% των πλατάνων, αρκετοί από τους οποίους ήταν υπεραιωνόβιοι.
Στη χώρα μας η πρώτη εμφάνιση του μεταχρωµατικού έλκους, της ασθένειας που προκαλεί ο συγκεκριμένος μύκητας, καταγράφηκε το 2003, σε κατοικημένες περιοχές της Μεσσηνίας και κατά μήκος ποταμών και χειμάρρων της περιοχής. Πολύ γρήγορα, η ασθένεια μεταδόθηκε σε Αχαΐα, Ηλεία και Αιτωλοακαρνανία, με τα «άρρωστα» πλατάνια να είναι σήμερα χιλιάδες.
Ενδεικτικό της «σφοδρότητας» και της ταχύτητας με την οποία εξαπλώνεται ο μύκητας είναι και το γεγονός ότι έχει προσβάλει μεγάλης ηλικίας δέντρα, κάποια από τα οποία είναι σημεία αναφοράς για τις περιοχές όπου βρίσκονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δέντρο στο χωριό Πλατανιώτισσα, κοντά στα Καλάβρυτα, όπου στο εσωτερικό του κοιλώματός του βρίσκεται ένα μικρό εκκλησάκι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τρεις μεγάλους πλατάνους που έχουν ενωθεί με την πάροδο των χρόνων, σταδιακά όμως νεκρώνουν καθώς έχουν προσβληθεί από τον μύκητα.
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο γεωπόνος και τέως προϊστάμενος του Εθνικού Κήπου Πάρις Γεωργακόπουλος, η ασθένεια ονομάζεται μεταχρωματικό έλκος επειδή αλλάζει χρώμα το εσωτερικό του φλοιού, όπου μεγαλώνει ο μύκητας, και από άσπρο γίνεται καφέ. Ο ξαφνικός μαρασμός, συνήθως, εμφανίζεται την άνοιξη ή το καλοκαίρι, τις εποχές, δηλαδή, που το δέντρο έχει μεγαλύτερη ανάγκη σε νερό.
«Εχει αποδειχθεί πως τα νέα πλατάνια ξεραίνονται στα δύο με τρία χρόνια από την προσβολή τους. Τα πιο ηλικιωμένα ίσως χρειάζονται λίγα χρόνια παραπάνω. Αυτό, όμως, που είναι αδιαμφισβήτητο είναι πως πρόκειται για μια ασθένεια που δυστυχώς δεν παίρνει θεραπεία».
Η Αθήνα ανήκει στις περιοχές όπου ακόμη δεν έχει εμφανιστεί ο μύκητας, «γι’ αυτό και θα πρέπει να επιδείξουμε μεγάλη προσοχή στις φυτεύσεις, ιδίως εάν πρόκειται για δέντρα που έρχονται από άλλες περιοχές. Θα πρέπει να δημιουργήσουμε «καραντίνες», ώστε να περιορίσουμε τη μόλυνση. Να μην… πηγαινοέρχονται δέντρα από τη μία περιοχή στην άλλη. Ή έστω να υπάρχει έλεγχος ποια φυτά εισέρχονται και ποια φεύγουν από κάθε πόλη», εξηγεί ο Πάρις Γεωργακόπουλος.
Και μπορεί η πρωτεύουσα να είναι «καθαρή» από τον μύκητα που σκοτώνει τα πλατάνια, δεν συμβαίνει το ίδιο όμως σε πόλεις και χωριά της Ηπείρου, όπου από το 2010 το μεταχρωματικό έλκος τα αφανίζει. Οπως επισημαίνει η γεωπόνος της Περιφέρειας Ηπείρου Βάσω Παπαδημητρίου, τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίζονται στην Εθνική Οδό Αρτας – Ιωαννίνων αλλά και στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Αχέροντας και ο Λούρος: «Εδώ και περίπου μία δεκαετία αντιμετωπίζουμε αυτό το σοβαρό ζήτημα. Κάθε χρόνο απομακρύνουμε από την Εθνική Οδό περίπου 500 άρρωστα πλατάνια, πολλά από τα οποία είναι πολλών ετών. Μάλιστα, μέχρι πέρυσι κόβαμε τα ασθενή δέντρα και τα καίγαμε. Από φέτος, όμως, τα ξεραμένα δέντρα πηγαίνουν σε εργοστάσιο στα Γρεβενά, όπου γίνονται πέλετ».
Μεταδόθηκε από μολυσμένα μηχανήματα
Αγώνα δρόμου για να μην εξαπλωθεί ο μύκητας κάνει τα τελευταία χρόνια και ο Δήμος Ιωαννιτών, επικεντρώνοντας, μάλιστα, τις προσπάθειες γύρω από τη λίμνη. Οπως επισημαίνει ο προϊστάμενος της Δημοτικής Υπηρεσίας Πρασίνου Γιώργος Σαούγκος, το πιθανότερο είναι ο μύκητας να έφτασε στην Ηπειρο μέσω μολυσμένων μηχανημάτων από την Πελοπόννησο, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τις εργασίες στην Εγνατία Οδό.
«Υπάρχουν χωριά που πήραν το όνομά τους από τους πλατάνους και πλέον δεν έχουν ούτε έναν, είναι σαν τοπία βγαλμένα από ταινία τρόμου. Στην περίπτωση του παραλίμνιου μετώπου η επιμόλυνση γίνεται υπόγεια με τη μεταφορά του μύκητα μέσω των ριζών. Οι κινήσεις που κάνουμε είναι προληπτικού χαρακτήρα, απολυμαίνοντας τα μηχανήματα όταν κλαδεύουμε και απομακρύνοντας τα νεκρά πλατάνια για να μην αποτελέσουν εστία επιμόλυνσης», συνεχίζει ο ίδιος.
Τα τελευταία δύο χρόνια, από τα συνολικά 300 μεγάλα πλατάνια που υπάρχουν στην παραλίμνια ζώνη, τα 45 χρειάστηκε να κοπούν, καθώς το 70% από αυτά ήταν άρρωστα, ενώ τα υπόλοιπα ήταν υγιή και έπρεπε να απομακρυνθούν για να μη συνεχιστεί η καταστροφική πορεία του μύκητα. Την ίδια στιγμή, πέριξ της πόλης των Ιωαννίνων ξεραίνονται 60-70 πλατάνια ετησίως. «Σύμφωνα με τις οδηγίες του Δασαρχείου, για δέκα χρόνια δεν μπορούμε να ξαναφυτέψουμε στο σημείο οποιαδήποτε ποικιλία πλατάνου, γι’ αυτό τα αντικαθιστούμε με δέντρα που αισθητικά προσομοιάζουν με τα πλατάνια, όπως η βελανιδιά ή το σφενδάμι».