Ένα τεστ που αναπτύχθηκε πρόσφατα θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια εάν τα άτομα που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης θα παρουσιάσουν ύφεση του διαβήτη τύπου 2 εντός δύο ετών από την επέμβαση, σύμφωνα με επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Γιούτα.
Το τεστ, μετρά τα επίπεδα κεραμιδίων στο αίμα (μια ουσία που μοιάζει με κερί και λίπος όπως η χοληστερόλη), και μπορεί παράλληλα να χρησιμοποιηθεί για να αξιολογήσει την πιθανότητα υποτροπής του διαβήτη τύπου 2 σε ασθενή που υποβλήθηκε σε γαστρικό bypass εντός μιας δεκαετίας από την επέμβαση.
Σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο Med, ένα ιατρικό περιοδικό του Cell.
«Οι σχετικές μελέτες σε ανθρώπους επιβεβαιώνουν προηγούμενα ευρήματα σε τρωκτικά ότι τα κεραμίδια είναι οι κύριοι παράγοντες του διαβήτη. Δίνουν επίσης ένα νέο εργαλείο στη φαρέτρα των γιατρών για τη διαχείριση της υγείας των ατόμων που υποβάλλονται σε βαριατρική χειρουργική και τα οποία αυξάνονται διαρκώς», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης Σκότ Σάμερς και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για τον Μεταβολισμό του Διαβήτη του Πανεπιστημίου της Γιούτα.
Σε προηγούμενες μελέτες, ο Σάμερς και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα κεραμίδια μπορούν να μειώσουν την ποσότητα ινσουλίνης που μπορεί να παράγει ή να αξιοποιήσει ο ανθρώπινος οργανισμός, αυξάνοντας την πιθανότητα του ατόμου να αναπτύξει διαβήτη τύπου 2. Η διαπίστωση τους κίνησε την περιέργεια και αποφάσισαν να εξετάσουν τη σχέση μεταξύ κεραμιδίων, διαβήτη και σοβαρής παχυσαρκίας.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Μεταβολικής και Βαριατρικής Χειρουργικής (ASMBS) οι σοβαρά παχύσαρκοι με δείκτη μάζας σώματος 35 και πλέον, κινδυνεύουν να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2, καρδιακές και άλλες σοβαρές παθήσεις. Για αρκετούς από αυτούς, η βαριατρική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης είναι συχνά η καλύτερη επιλογή.
Κατά την επέμβαση, δημιουργείται μια μικρή θήκη από το στομάχι η οποία συνδέεται απευθείας με το λεπτό έντερο. Έτσι, οι ασθενείς δεν πεινούν, παρότι τρώνε λιγότερο φαγητό. Ορισμένοι χάνουν πάνω από το 30% του σωματικού τους βάρους μετά την επέμβαση και το διατηρούν για τουλάχιστον επτά χρόνια, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Διαβήτη και Πεπτικών και Νεφρικών Νοσημάτων (NIDDK).
Ο διαβήτης αποφεύγεται μετά τη γαστρική παράκαμψη, αλλά είναι δύσκολο να προβλεφθεί σε ποιους ασθενείς θα παρατηρηθεί ύφεση του διαβήτη ή θα υπάρξει υποτροπή αργότερα, αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Ανελίζ Μ. Πος, η οποία ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στο εργαστήριο του Σάμερς.
Στην προσπάθεια να βρουν την απάντηση, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από 1.156 άτομα, ηλικίας 18-72 ετών, που συλλέχθηκαν σε διάστημα 12 ετών. Τα άτομα χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες:
- 418 άτομα που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης,
- 417 που δεν χειρουργήθηκαν επειδή τους αρνήθηκαν την ασφαλιστική κάλυψη, και
- 321 σοβαρά παχύσαρκα άτομα που δεν σκέφτηκαν κάν την επέμβαση.
Οι ερευνητές επέλεξαν να έχουν δύο ομάδες ελέγχου, καθώς όσοι δεν είχαν ασφαλιστική κάλυψη είχαν μεγαλύτερο κίνητρο για δίαιτα, άσκηση και άλλες στρατηγικές απώλειας βάρους από εκείνους που δεν ενδιαφέρονταν για γαστρική παράκαμψη.
Συνολικά, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα χαμηλά επίπεδα κεραμιδίων πριν από την γαστρική παράκαμψη προέβλεπαν ποιοι ασθενείς θα επιτύγχαναν ύφεση του διαβήτη δύο χρόνια αργότερα. Από τους 67 ασθενείς με διαβήτη που είχαν πριν τη γαστρική παράκαμψη, οι 49 (δηλαδή το 73%) πέτυχαν ύφεση του διαβήτη τύπου 2 παροδικά ή επί μακρόν. Από την άλλη πλευρά, τα άτομα με υψηλά κεραμίδια δεν κατάφεραν να πετύχουν ύφεση του διαβήτη, ανεξάρτητα από την μείωση του βάρους τους.
«Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που αξιολογεί τον ρόλο που παίζουν τα κεραμίδια στην εξέλιξη της νόσου του διαβήτη τύπου 2 σε έναν πολύ παχύσαρκο πληθυσμό», λέει η Πος. «Μετρώντας τα κεραμίδια σε αυτόν τον πληθυσμό, πιστεύουμε ότι έχουμε εντοπίσει έναν σημαντικό βιοδείκτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αξιόπιστα για την καλύτερη πρόβλεψη της πορείας του διαβήτη τύπου 2 σε ασθενείς που υποβάλλονται σε γαστρική παράκαμψη».
Η μελέτη δεν συμπεριέλαβε ομάδα αδύνατων ατόμων. Συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει αν τα επίπεδα κεραμιδίων επηρεάζουν την εξέλιξη του διαβήτη και σε πληθυσμούς που δεν είναι σοβαρά παχύσαρκοι. Οι ερευνητές επίσης δεν εμπόδισαν τους συμμετέχοντες να ακολουθήσουν παρεμβάσεις απώλειας βάρους ή αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, εκτός από την γαστρική παράκαμψη με την πιο συχνή μέθοδο Roux-en-Y.
Τώρα οι ερευνητές επισημαίνουν ότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες που θα δείξουν τι είναι αυτό που επηρεάζει τα επίπεδα των κεραμιδίων και τη σύνδεσή τους με τον διαβήτη, καθώς δεν είναι μόνο η παχυσαρκία που κάνει τους ανθρώπους επιρρεπείς στον διαβήτη. Το αποτέλεσμα των μελετών αυτών που θα βασιστούν στον βιοδείκτη των κεραμιδίων, θα αποτελέσει μεγάλο βήμα στην ανάπτυξη εξατομικευμένης περίθαλψης στον διαβήτη.