Μειωμένη κατά δύο μονάδες του ΑΕΠ είναι η χρηματοδότηση του τομέα υγείας στη χώρα μας, έναντι των υπολοίπων χωρών του Ευρωπαϊκού νότου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε πιστώσεις λιγότερες κατά 3,6 δις. ευρώ για τη χώρα μας.
Διαθέτουμε περίπου 8-8,5 δις. ευρώ ετησίως, εκ των οποίων τα 2,5 δις. ευρώ για φάρμακα, αφήνοντας σοβαρά κενά στο σύστημα υγείας, με κύριο έλλειμμα την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, και μάλιστα σε μια χώρα, όπου ο πληθυσμός γερνάει ταχύτερα απ΄ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Αντίστοιχα, η ετήσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην χώρα μας, υπολογίζεται στο μισό της αντίστοιχης δαπάνης στην Ευρώπη των 28, με 1628 ευρώ έναντι 3068 ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά, επισημάνθηκαν στην ενότητα «Φαρμακευτική δαπάνη: οι συνέπειες της στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και στη φαρμακευτική αγορά», στο συνέδριο HellasPharm 2021 που φέτος πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά.
Ο φαρμακοποιός – μέλος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής (ΦΣΑ) Στέλιος Χατζηγιάννης, υπογράμμισε ότι η πολιτική που ακολουθείται δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σε όλη την αλυσίδα φαρμάκου και στους ασθενείς, χωρίς να γίνεται αντιληπτή η επίπτωση στο κράτος.
Όπως εξήγησε:
- Η φαρμακευτική βιομηχανία αντιμετωπίζει εξοντωτικές υποχρεωτικές επιστροφές (clawback), αδυναμία πρόβλεψης για την επόμενη χρονιά και αδυναμία εισαγωγής καινοτόμων φαρμάκων στην αγορά.
- Οι φαρμακαποθήκες δεν έχουν βιώσιμο ποσοστό κέρδους, οπότε ανταπαντούν με εξαγωγές,
- Τα φαρμακεία αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας, καθώς το ποσοστό κέρδους στα φάρμακα με χονδρική τιμή 50-100 ευρώ είναι «ζημιογόνο», οι ελλείψεις φαρμάκων δεν επιτρέπουν την ομαλή εξυπηρέτηση των ασθενών, ενώ τα φαρμακεία δεν διακινούν φάρμακα υψηλού κόστους, γεγονός που αποτελεί εξαίρεση σε ολόκληρη την Ευρώπη και τέλος,
- Οι ασθενείς δεν έχουν ικανοποιητική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, ούτε καλύπτονται επαρκώς με φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα.
Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει οικογενειακός γιατρός, ενώ στα κέντρα υγείας και τις λοιπές δομές πρωτοβάθμιας περίθαλψης δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι γιατροί, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως συνταγογραφικά κέντρα με γενικούς γιατρούς. Το αποτέλεσμα είναι οι ασθενείς να παίρνουν φάρμακα, χωρίς να φροντίζει κάποιος για τη ρύθμιση του χρόνιου προβλήματός τους. Κι αυτό, γιατί δεν υπάρχουν υποχρεωτικές εξετάσεις ανά εξάμηνο, ώστε να αποφεύγονται οι επιπλοκές από χρόνια νοσήματα όπως ο διαβήτης. Έτσι, η υγεία των ασθενών επιδεινώνεται, ενώ δυστυχώς οδηγούνται στο νοσοκομείο, όπου τους παρέχεται πολύ ακριβότερη περίθαλψη, για ένα περιστατικό που θα μπορούσε να έχει προληφθεί.
Στο νοσοκομείο αντί για τον γιατρό
Χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηγιάννης διερωτήθηκε «αν λείπουν 3,5 δις. ευρώ από το σύστημα, μια ρύθμιση ζαχάρου μπορεί να φτάσει στο νοσοκομείο. Είναι δυνατόν; Η υγεία είναι η οικονομία της χώρας. Αυτό που χρειάζεται είναι όλοι μαζί οι φορείς, η αλυσίδα φαρμάκου, οι γιατροί και οι ασθενείς να εξηγήσουμε τα προβλήματα αυτά, ώστε να δοθούν λύσεις».
Όπως αναφέρει το in.gr, από την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας, ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) Μιχάλης Χειμώνας, εξήγησε ότι η κυβέρνηση έχει επαναπαυθεί στις υποχρεωτικές επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας, οπότε δεν λαμβάνονται μέτρα ελέγχου, καθώς η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει ανώτατο όριο στο clawback. Αντίθετα σε 15 χώρες που υπάρχει clawback, τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 5-15% κατ΄ ανώτατο όριο.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι σύντομα θα υπάρξει επάρκεια εμβολίων κατά του πανδημικού ιού από την διεθνή φαρμακοβιομηχανία, σημείωσε ότι ύστερα από δύο χρόνια μπήκαν στην αγορά νέα φάρμακα με απόφαση της επιτροπής Διαπραγμάτευσης, όμως η επιτροπή Παρακολούθησης της φαρμακευτικής δαπάνης έχει σταματήσει, ενώ δεν παρέλειψε να ταχθεί υπέρ της μεγαλύτερης διείσδυσης γενοσήμων, για την απελευθέρωση πόρων για την καινοτομία.
Οι πληρωμές για φάρμακα
Από την πλευρά της ΠΕΦ, ο εντεταλμένος σύμβουλος Βασίλης Πενταφράγκας, επεσήμανε ότι «από τα 4,06 δις. ευρώ που είναι η αξία των αποζημιούμενων φαρμάκων, η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη που καταβάλλει ο ΕΟΠΥΥ φθάνει τα 2,001 δις. ευρώ. Οι ασθενείς επιβαρύνονται με 639 εκατ. ευρώ (ως συμμετοχή 374 εκατ. ευρώ και λόγω οικειοθελούς επιλογής με 265 εκατ. ευρώ) ή ποσοστό 16% συνολικά, όταν ο ΕΟΠΥΥ καταβάλλει το 49% της δαπάνης, με τις φαρμακευτικές να επιβαρύνονται με το 35% της δαπάνης, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών rebate και clawback. Τα ποσά των υποχρεωτικών επιστροφών φτάνουν το 40% των πωλήσεων σε τιμές παραγωγού, ποσοστό που δεν είναι βιώσιμο».
Παρατηρώντας ότι η κατά κεφαλήν δαπάνη στην Ελλάδα είναι στο 50% αυτής στην Ε.Ε. των 28, ο κ. Πενταφράγκας πρόσθεσε ότι η πανδημία προκάλεσε πέρυσι μείωση των ποσοτήτων φαρμάκων που διατέθηκαν σε όλες τις χώρες εκτός Ιταλίας. Στη χώρα μας, η πανδημία έφερε ανισότητες και φτωχοποίηση του πληθυσμού, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη μέσα από εξισορρόπηση μακροοικονομικών δεδομένων και δημοσιονομική μεταχείριση που δεν θα θίξει την αγορά εργασίας, την εκπαίδευση και τις προοπτικές της χώρας.
Οι προτεραιότητες της φαρμακευτικής πολιτικής θα πρέπει να εστιάσουν στην διασφάλιση του βιωσιμότητας του συστήματος υγείας, με έγκαιρη και ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις αναγκαίες θεραπείες, αλλά και θεσμοθέτηση ενός σταθερού πλαισίου για ενίσχυση της παραγωγής, των κλινικών μελετών και την θέση του φαρμακείου. Καθοριστική θα είναι η ενεργοποίηση του ατομικού φακέλου υγείας, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην υγεία για την υποχρεωτική εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, η διενέργεια επιδημιολογικών μελετών για τη χρήση τους στην περίθαλψη κλπ.