Στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία επέμεινε ιδιαίτερα ο κ. Στέλιος Πέτσας, στην Κοινή Συνεδρίαση διαφόρων Επιτροπών της Ελληνικής Βουλής και στη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων με τα μέλη της Επιτροπής Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου του Κρατιδίου του Βερολίνου επί οικονομικών και άλλων θεμάτων.
Συγκεκριμένα, μιλώντας από το βήμα του Κοινοβουλίου, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας ανέφερε εισαγωγικά προς τους Γερμανούς βουλευτές ότι «η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα κατά τα τελευταία χρόνια από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Ενδεικτικά το 2023 είχαμε ένα ρυθμό ανάπτυξης 2% ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης ήταν 0,4%, γεγονός που βοηθάει στο να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος της προηγούμενης δεκαετίας της δημοσιονομικής κρίσης, βελτιώνοντας και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Βρισκόμαστε ακόμη χαμηλά, από τις τελευταίες θέσεις της ευρωζώνης, αλλά γίνεται αύξηση στο απόλυτο μέγεθος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, γύρω στα 21.000 ευρώ περίπου το 2023, έναντι 16.000 ευρώ περίπου το 2018».
«Επίσης, η ανεργία πέφτει από 17,1% το 2019 στο 11% σήμερα και ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι στο 6,5%, συνέχισε ο κύριος Πέτσας και πρόσθεσε, «άρα πλησιάζουμε και σε αυτό το επίπεδο, με μια μείωση της ανεργίας, η οποία δημιουργεί σημαντικά ζητήματα έλλειψης εργατικού δυναμικού σε τομείς όπως είναι ο τουρισμός. Τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί, έχουμε αφήσει πίσω την περίοδο των πρωτογενών ελλειμμάτων, έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 στο 1,9%, περίπου 1,5 δις. ευρώ παραπάνω από το στόχο που είχαμε για το 2023. Επίσης, το δημόσιο χρέος είναι σε πτωτική τροχιά. Καταλαβαίνουμε πως ακόμη είναι υψηλό το δημόσιο χρέος στη χώρα μας και γι’ αυτό, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι προσηλωμένη στην επίτευξη του στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων, κάτι που θα φέρει ακόμη πιο κάτω τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ».
Σύμφωνα με τον κ. Στέλιο Πέτσα, «ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας βελτιώνεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παρά το έλλειμμά του, έχει μια σημαντική υποχώρηση το 2023 στο 6,4% του ΑΕΠ από 10,3% του ΑΕΠ το 2022 λόγω της ενεργειακής κρίσης, καθώς η Ελλάδα είναι μια χώρα καθαρός εισαγωγέας καυσίμων, ιδίως ορυκτών καυσίμων. Πολλοί νομίζουν πως ο τουρισμός είναι το ισχυρό όπλο της οικονομίας, αλλά τα τελευταία χρόνια, οι εξαγωγές αγαθών είναι υψηλότερες από τις εξαγωγές υπηρεσιών στην ελληνική οικονομία. Το επενδυτικό κενό μειώνεται, καθώς αυξάνονται οι επενδύσεις και οι πραγματικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί κατά 40% το 2019. Ο τραπεζικός τομέας είναι πλέον ισχυρός, οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά περίπου 50 δις. ευρώ από το 2019 έως σήμερα και τα κόκκινα δάνεια έχουν περιοριστεί».
«Όλα αυτά βασίζονται στο άυλο αλλά πιο σημαντικό αγαθό, που είναι η εμπιστοσύνη, η οποία αποκαταστάθηκε για την ελληνική οικονομία μετά τις εκλογές του 2019 και αποτυπώνεται στις αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Μετά από 13 χρόνια, το 2023, η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα. Αυτές οι αλλαγές βασίζονται σε στέρεα πόδια, χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιεί αυτή η κυβέρνηση και οι οποίες αποτυπώνονται με μετρήσιμο τρόπο στους δείκτες του ΟΟΣΑ, όπως τον PMR για τις αγορές προϊόντων και τον EPL για την ευελιξία στην αγορά εργασίας, συμπλήρωσε ο βουλευτής Ανατολικής Αττικής της ΝΔ.
«Υπάρχουν κίνδυνοι ως προς την πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπως επίσης και για την πορεία της γερμανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Φυσικά, οι κυριότεροι κίνδυνοι είναι οι γεωπολιτικοί με δυο πολέμους στην καρδιά και στη γειτονιά της Ευρώπης, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει επίσης η κλιματική αλλαγή, η οποία μας χτυπάει την πόρτα με πολύ έντονο τρόπο. Ήδη, στην Ελλάδα, μόλις τον Σεπτέμβριο του 2023, με το χτύπημα της καταιγίδας Daniel, είχαμε τρομερές καταστροφές στη Θεσσαλία. Περίπου 3,5 δις ευρώ κλήθηκε να καταβάλει ο κρατικός προϋπολογισμός για την αντιμετώπιση μόνο μιας φυσικής καταστροφής. Ένας άλλος κίνδυνος είναι η ψηφιακή πρόκληση και η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά εξαρτάται πώς θα δούμε αυτές τις προκλήσεις, προκειμένου να μη χάσουμε το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες αναδυόμενες οικονομίες ή μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια σκηνή», είπε ο κ. Πέτσας.
«Κλείνω, λέγοντας πως οι κύριες προτεραιότητες της κυβέρνησης για το μέλλον είναι να διατηρηθεί η δημοσιονομική σταθερότητα, να συνεχίζει να επιτυγχάνεται η σύγκλιση των μισθών και των εισοδημάτων με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και φυσικά, όλα αυτά να γίνουν με όρους διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και αντιμετώπισης του δημογραφικού ζητήματος σε μια κοινωνία που γηράσκει. Με την παλαιότερη ιδιότητά μου του αρμόδιου Υπουργού για θέματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οφείλω να πω πως η Ελλάδα δεν έχει ένα ομοσπονδιακό σύστημα όπως η Γερμανία, δεν έχει τις μεγάλες μεταβιβάσεις, έχει όμως μια πολύ ισχυρή προσπάθεια τα τελευταία χρόνια μέσω των επενδυτικών προγραμμάτων, όπως το ΕΣΠΑ ή το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης», να μεταβιβάσει σημαντικούς πόρους για έργα υποδομών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, είτε αφορά σε δήμους είτε σε περιφέρειες, προκειμένου να τους βοηθήσει για την εξυπηρέτηση των αναγκών των πολιτών», κατέληξε ο κ. Στέλιος Πέτσας.
Δελτίο Τύπου