Σαν σήμερα, 7 Σεπτεμβρίου 1833, η βαυαρική Αντιβασιλεία, που κυβερνούσε την Ελλάδα μετά την άφιξη του ανήλικου Όθωνα, προχώρησε στη σύλληψη δύο από τους πιο σημαντικούς αγωνιστές της Επανάστασης: του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα. Οι δύο ήρωες οδηγήθηκαν στις φυλακές του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο, αντιμετωπίζοντας την σοβαρή κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Η κατηγορία αυτή βασίστηκε σε ισχυρισμούς ότι οι Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας συνωμοτούσαν εναντίον της Αντιβασιλείας. Ωστόσο, για την πλειονότητα των Ελλήνων της εποχής, η δίωξή τους φάνταζε ως μια καθαρά πολιτική ενέργεια. Οι ξένοι σύμβουλοι του Όθωνα θεωρούσαν τον «Γέρο του Μοριά» ως απειλή για την εξουσία τους και επιδίωκαν την εξόντωσή του.
Η δίκη και οι παρεμβάσεις της Δικαιοσύνης
Η δίκη που ακολούθησε στο Ναύπλιο έχει μείνει στην ιστορία για την παρέμβαση του προεδρεύοντος δικαστηρίου, Αναστάσιου Πολυζωΐδη, και του εισαγγελέα Γεώργιου Τερτσέτη. Οι δύο άνδρες αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση που προέβλεπε την θανατική ποινή. Η στάση τους καταγράφηκε ως μια από τις πιο λαμπρές στιγμές της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Η αποκατάσταση και οι συνέπειες
Τελικά, το 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, οι Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας αφέθηκαν ελεύθεροι και αποκαταστάθηκαν, με τον Κολοκοτρώνη να αναλαμβάνει ξανά πολιτικό ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, το στίγμα της φυλάκισής τους παρέμεινε ως ένα σύμβολο των αντιφάσεων της μετεπαναστατικής Ελλάδας, όπου οι ήρωες του 1821 συχνά βρέθηκαν στο περιθώριο από το ίδιο το κράτος που βοήθησαν να δημιουργηθεί.