Όλες οι εκτιμήσεις από διάφορες χώρες συνηγορούν ότι μόνο το 10% έως 20% των κρουσμάτων ευθύνονται για το 80% περίπου των νέων λοιμώξεων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πρόκειται να μεταδώσουν σε πολλούς άλλους τον κορονοϊό, αλλά οι λιγοστοί που βρίσκονται στο λάθος σημείο στη λάθος στιγμή της λοίμωξης, είναι αρκετοί για να κάνουν ευρύτερη «ζημιά», σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Μια νέα μελέτη Αμερικανών επιστημόνων, με επικεφαλής τον ειδικό στη μαθηματική-επιδημιολογική μοντελοποίηση δρα Τζόσουα Σίφερ του Αντικαρκινικού Κέντρου Φρεντ Χάτσινσον του Σιάτλ, η οποία προδημοσιεύθηκε στο medRxiv, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», αναφέρει ότι ένα περιστατικό υπερμετάδοσης πιθανότατα θα συμβεί όταν συνδυαστούν δύο πράγματα: ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε τέτοια φάση κορύφωσης της λοίμωξης Covid-19, ώστε ο οργανισμός του διαθέτει μεγάλο ιικό φορτίο που διαχέει στο περιβάλλον, βρεθεί σε ένα χώρο όπου συνωστίζονται πολλοί άνθρωποι, ιδίως χωρίς μάσκα.
Ο κορονοϊός, ο οποίος εκχέεται από το στόμα και από τη μύτη του φορέα (από όπου επίσης εισδύει στους άλλους ανθρώπους), μπορεί να εκτοξευθεί σε αρκετά μέτρα απόσταση και επίσης να αιωρείται στον αέρα για ώρες. Ένας άνθρωπος μπορεί έτσι να κολλήσει δεκάδες -ή και εκατοντάδες- άλλους μέσα σε μερικές ώρες που θα περάσει σε ένα γάμο, ένα πάρτι, ένα πανηγύρι κ.α.
«Ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων φαίνεται πως μολύνουν πολλούς άλλους ανθρώπους», τόνισε ο δρ Σίφερ, σύμφωνα με το μοντέλο του οποίου το πιο επικίνδυνο «παράθυρο» για υπερμετάδοση είναι πολύ σύντομο χρονικά, μια περίοδος μίας έως δύο ημερών μέσα στην επόμενη εβδομάδα από την αρχική λοίμωξη ενός ατόμου, όταν δηλαδή η παρουσία του ιού SARS-CoV-2 βρεθεί στο «φόρτε» της μέσα στο σώμα του.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο κορονοϊός μπορεί να μεταδοθεί και πέρα από αυτό το χρονικό «παράθυρο», συνεπώς είναι αναγκαίο να τηρούνται σχολαστικά μέτρα όπως η τήρηση των φυσικών αποστάσεων και η χρήση μάσκας. Όσο περισσότερο πάντως παρατείνεται η διάρκεια της λοίμωξης Covid-19, τόσο μειώνεται η πιθανότητα ο ασθενής να κολλήσει άλλους γύρω του.
Η δυσκολία είναι να εντοπιστούν όσοι βρίσκονται στην πιο μολυσματική χρονική φάση τους, ώστε να απομονωθούν ή να αυτοαπομονωθούν, ιδίως από τη στιγμή που μερικοί άνθρωποι αργούν πολλές μέρες -ακόμη και εβδομάδες- να εκδηλώσουν συμπτώματα, ενώ πολύ περισσότεροι είναι οι ασυμπτωματικοί. Σύμφωνα με τον Σίφερ, είναι συχνό να κορυφώνεται το ιικό φορτίο σε έναν άνθρωπο και, παρόλα αυτά, αυτός να μην εμφανίζει ακόμη κανένα σύμπτωμα.
Αλλά και στους συμπτωματικούς, η περίοδος επώασης του ιού -από την αρχική λοίμωξη έως τα πρώτα συμπτώματα- διαφέρει αρκετά από άνθρωπο σε άνθρωπο, σε τέτοιο σημείο που μερικοί άνθρωποι αρρωσταίνουν πριν καν αρρωστήσει αυτός που τους μετέδωσε τον ιό. Αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια με την πιο προβλέψιμη γρίπη, η οποία σχεδόν πάντα προκαλεί συμπτώματα μέσα σε λίγες μέρες.
Πέρα από την κακή συγκυρία, ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να έχουν -για άγνωστο λόγο- μεγαλύτερη βιολογική προδιάθεση να μεταδώσουν τον κορονοϊό, κάτι που «αποτελεί μυστήριο», κατά τον δρα Σίφερ. Όπως είπε, από τις τρεις παραμέτρους της υπερμετάδοσης (φάση κορύφωσης του ιικού φορτίου, συνωστισμός σε χώρους και βιολογική προδιάθεση), τελικά οι υγειονομικές αρχές μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο τη δεύτερη παράμετρο, δηλαδή να μειώσουν την πιθανότητα συνωστισμού μέσω απαγορεύσεων και περιορισμών.