Το Πάσχα σηματοδοτεί για τη φύση και την κοινότητα το πέρασμα από την άνοιξη στο θέρος.
«Η λέξη Πάσχα ετυμολογικά ανάγεται στην εβραϊκή λέξη πέσαχ που σημαίνει πέρασμα και που στη θρησκευτική μυθολογία αναφέρεται στην περιπετειώδη διαφυγή των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο προς τη Γη της Επαγγελίας υπό το θαυματοποιό περαματάρη ηγέτη τους Μωυσή. Πολλά στοιχεία από την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση έχουν μετακενωθεί στη χριστιανική τελετουργία: ένα από αυτά είναι και η ονομασία της πιο φορτισμένης για τη χριστιανική Ορθοδοξία γιορτής, τα εξιστορούμενα της οποίας έλαβαν χώρα κατά την περίοδο του εορτασμού του εβραϊκού Πέσαχ στα κατεχόμενα σήμερα εδάφη της πολύπαθης Παλαιστίνης» επισημαίνει η εθνολόγος – λαογράφος και προϊσταμένη Τμήματος Συλλογών, Έρευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, Παναγιώτα Ανδριανοπούλου.
Το Πάσχα για τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους σηματοδοτούσε το πέρασμα από τα χειμαδιά στα ορεινά βοσκοτόπια και για τους μετακινούμενους μαστόρους των προβιομηχανικών συντεχνιών τη μετακίνηση από την πατρίδα στους τόπους προσωρινής εργασίας τους.
«Η σύμπτωση με την άνοιξη γέννησε συμβολικές αντιστοιχίες ανάστασης, αναγέννησης, αναβλάστησης που αποτυπώνονται στις ιερουργίες του Θείου Δράματος και στην εθιμολογία της Μεγάλης Εβδομάδας. Η Ανάσταση του Χριστού μεταφέρει στο εκκλησιαστικό πλαίσιο την αναγέννηση της φύσης μετά το σιωπηλό και κρύο αλλά τόσο δημιουργικό χειμώνα. Δεν είναι τυχαίο που το κόκκινο αυγό στερεοτυπικά παραπέμπει στο Πάσχα: το αυγό είναι σύμβολο αιώνιας ανάπλασης. Βάφεται κόκκινο όπως το αίμα του θείου μαρτυρίου αλλά και κάθε προσπάθεια «για να γυρίσει ο τροχός»» εξηγεί η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου και συνεχίζει:
«Με τα χρόνια τα αυγά βάφτηκαν κόκκινα σε κρεμυδόφυλλα ή βαφή Ανατολή, στολίστηκαν με χαλκομανίες και αυτοκόλλητα για να φτάσουν να γίνουν νεωτερικά πολύχρωμα με αντιτοξικές βαφές. Παλιότερα τα κόκκινα αυγά διαβάζονταν κατά τη λειτουργία της Ανάστασης και με αυτά οι εκκλησιαζόμενοι σχημάτιζαν το Χριστός Ανέστη, σήμερα αρκούμαστε στο να ξαναγίνουμε παιδιά τσουγκρίζοντάς τα στο πασχαλινό τραπέζι».
Το τσούγκρισμα των αυγών όμως παραπέμπει και σε ένα άλλο ισχυρό συμβολικό στοιχείο του Πάσχα, αυτό του κρότου για να φύγει ο θάνατος και να πανηγυρίσει η ζωή.
«Στο δημόσιο χώρο οι κρότοι είναι ηχηρότεροι με κωδωνοκρουσίες, αναστάσιμα βεγγαλικά ή πυροβολισμούς. Παλιότερα, με χτύπημα των ποδιών στο στασίδι στην εκκλησία, και ακόμη και σήμερα με θραύση αγγείων στην Κέρκυρα, ρουκετοπόλεμο στο Βροντάδο της Χίου και σαϊτοπόλεμο στην Καλαμάτα. Την ελπίδα που έρχεται συμβολίζει άλλωστε και το εξαγνιστικό φως και η φωτιά, από τις λαμπάδες, δώρα του νονού προς τον αναδεξιμιό ή παλιότερα δώρο αρραβωνιασμένων, μέχρι τα αερόστατα Λεωνιδίου, ή τις φωτιές που ανάβουν στα υψώματα των βουνών στα Άγραφα. Η προσπάθεια, συχνά παιγνιώδης και ανταγωνιστική, να κρατηθεί μέχρι το σπίτι αναμμένο το αναστάσιμο φως και να ανάψει με αυτό το καντηλάκι ή έστω ένα ρεσώ, διατηρεί την πίστη στη δύναμη του φωτός που δόθηκε ταυτόχρονα σε όλη την κοινότητα» τονίζει η εθνολόγος – λαογράφος και συμπληρώνει:
«Σε μια εποχή που ο επιθετικός προσδιορισμός «παραδοσιακός,-ή,-ό,-ά» προσδίδει τη δέουσα ιδιαιτερότητα στην εμπορικότητα μιας σειράς προϊόντων, από τοπικά ζυμαρικά μέχρι…ξυλοκάρβουνα, το Πάσχα, παραδοσιακό ή μετα-παραδοσιακό και παρόλες τις μεταμοντέρνες ενστάσεις περί των διατροφικών του συνηθειών, εξακολουθεί να αποτελεί συνεκτικό ορόσημο, με τη διαλεκτική του ακροβασία ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, το γλέντι της ελπίδας και το ξόρκι του κακού. Και μόνο το γεγονός ότι τα τελευταία δύο χρόνια με την πανδημία ο αποκλεισμός και η κοινωνική αποστασιοποίηση βάρυναν πολύ περισσότερο τις ημέρες του Πάσχα με την απαγόρευση μετακίνησης ακόμη και στους τόπους καταγωγής, δείχνει την άμεση σύνδεση που αυτόματα ανακαλείται ακόμη και στις μέρες μας: Πάσχα στο χωριό. Και βέβαια όπως αλλάζουν οι εποχές αλλάζουν και οι αναφορές των κοινοτήτων, οπότε μιλάμε πλέον όχι μόνο για κοινότητες καταγωγής, αλλά και για (συχνά φαντασιακές ή εφήμερες) εθιμικές ή συλλογικές κοινότητες, όπου όμως ο τόπος με τις εθιμικές του συμπεριφορές είναι το σημείο αναφοράς. Η επιστροφή στον τόπο καταγωγής άλλοτε, σήμερα συχνά στον τόπο επιλογής ή νοσταλγίας, ενδυναμώνει την έννοια της κοινότητας, τη διαγενεακή επικοινωνία, το δέσιμο με την μικρή πατρίδα και τη μικρή ιστορία των ανθρώπων κάθε τόπου».
Η Κυριακή του Πάσχα συνυφαίνεται με το γλέντι, τόσο σε οικογενειακό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο.
«Έτσι, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση την Κυριακή το απομεσήμερο αρχίζουν οι τρανοί τελετουργικοί χοροί, με συμμετοχή όλης της κοινότητας, στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, με αυστηρή σειρά ηλικίας και φύλου. Θα ήταν λάθος να αποκόψουμε το Πάσχα από τα εθιμικά δρώμενα και τις τελετουργίες που κλιμακώνονται με τις μαγικές δοξασίες της Πρωτομαγιάς και τα πανηγύρια του Άη Κωνσταντίνου και της Αγιαλένης, ολοκληρώνοντας έτσι την λατρευτική σήμανση της άνοιξης και την είσοδο στην θερμή επικράτεια του καλοκαιριού. Το Πάσχα, ή αλλιώς η Πασχαλιά, η Λαμπρή, η Λαμπροφόρα, η Καλολόγος, είναι κορυφαία στιγμή στο επίσημο θρησκευτικό και λαϊκό εορτολόγιο. Η λαοφιλία της συνδέεται με τη δια-χρονική, δια-θρησκευτική και δια-πολιτισμική στρωματογραφία της: το Ορθόδοξο Πάσχα έχει ενσωματώσει μνήμες από λαϊκές παγανιστικές και ανιμιστικές τελετουργίες, από την εποχή που ο άνθρωπος λάτρευε τις φυσικές δυνάμεις φοβούμενος την υπερφυσική απειλή. Ο θρήνος της Δήμητρας συναντά αυτόν των Μυροφόρων και η επιστροφή της Περσεφόνης τον αναστημένο Χριστό, από μια αταβιστική ανάγκη του ανθρώπου να ελπίζει, να βλέπει τη γη και τους κόπους να καρπίζουν, να γλεντά ξορκίζοντας το θάνατο» τονίζει η Π. Ανδριανοπούλου.
Η Δευτέρα του Πάσχα είναι επίσης γιορτάσιμη μέρα. «Δεν είναι τυχαίος ο εορτασμός του δρακοκτόνου καβαλάρη Άη-Γιώργη τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, όταν η 23η Απριλίου συνέπιπτε με τη Σαρακοστή. Η γιορτή του Άη-Γιωργιού από μόνη της ήταν ένα σημαντικό σύνορο χρόνου για τις παραδοσιακές κοινωνίες. Προστάτης των αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών, η γιορτή του σήμαινε την αρχή της στράτας, ειδικά των σαρακατσαναίων τσελιγκάδων, από τα χειμαδιά στα βουνίσια βοσκοτόπια. Τώρα άρχιζαν οι μετακινήσεις για επαγγελματικούς λόγους, ενώ αυτή την ημέρα επισφραγίζονταν και συμφωνίες για αγροτικές εργασίες. Έχει όμως ο Άη-Γιώργης άλλη μια ιδιότητα ζωτική για τις παραδοσιακές – και όχι μόνο- κοινότητες: είναι ο προστάτης των νερών. Ως δρακοκτόνος καβαλάρης άφησε το νερό να ξανακυλήσει ζωοφόρο, σύμφωνα με το θρύλο όπως επιζεί πίσω από τα λιτανευτικά προσκυνηματικά έθιμα του Αγίου Γεωργίου στη Νεστάνη και τα Δολιανά Αρκαδίας. Προς τιμήν του καβαλάρη αγίου αλλού οργανώνονται αθλητικοί αγώνες και ιπποδρομίες, όπως στην Αράχωβα Φωκίδας» εξιστορεί η προϊσταμένη του Τμήματος Συλλογών, Έρευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.
Η Τρίτη του Πάσχα είναι επίσης μέρα τρανών κοινοτικών χορών, όπως ο χορός της Τράτας στα Μέγαρα Αττικής στην κεντρική πλατεία της πόλης, με έντονα στοιχεία διατήρησης της τοπικής ταυτότητας. Επίσης, διασώζεται ο χορός του κυρ-Βοριά στην Κάρυστο της Εύβοιας, που ξόρκιζε τους ανέμους. Από την Τερπνή Σερρών μέχρι το Μενίδι της Αττικής, και από τη Μέστη Έβρου μέχρι τη μονή Δοβρά στην Ημαθία την Παρασκευή μετά το Πάσχα γιορτάζεται η Ζωοδόχος Πηγή με ημερήσια πανηγύρια, τα οποία ξεκινούν μετά το τέλος της λειτουργίας, στους περίβολους ή στα χοροστάσια εκκλησιών και ξωκλησιών.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)