Ομιλία του Αναπληρωτή Τομεάρχη Εθνικής Άμυνας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Γιώργου Τσίπρα εισηγητή στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας «Μέριμνα υπέρ του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, εξορθολογισμός της νομοθεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, οργάνωση της Εθνοφυλακής και άλλες διατάξεις»
Κύριε Μανωλάκο, περί πατριδογνωσίας και περί συνόρων στη θάλασσα, αποδείξαμε πως αντιμετωπίζουμε το θέμα το 2018. Εσείς αποδείξατε πώς αντιλαμβάνεστε το ζήτημα με την «κόκκινη» γραμμή στα έξι ναυτικά μίλια και με τις εβδομάδες, ολόκληρες εβδομάδες το καλοκαίρι του 2020, που έκανε βόλτες το ORUC REIS ακόμη και λίγα ναυτικά μίλια έξω από τα νησιά μας και έκανε έρευνες. Είναι παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Επειδή διάφορα στελέχη σας ακόμα δεν το έχουν χωνέψει, υπάρχει σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών προς τον ΟΗΕ. Συστηματική παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων επί εβδομάδες και δεν έγινε τίποτα. Λοιπόν, τα μαθήματα περί πατριδογνωσίας αλλού. Αλλιώς σταθήκαμε εμείς κι αλλιώς σταθήκατε εσείς.
Αυτό είναι το ένα που θέλω να πω.
Έρχομαι στο δεύτερο. Το 2019 εξελέγην πρώτη φορά Βουλευτής. Είναι η πρώτη φορά που ακούω εισηγητή της πλειοψηφίας για νομοσχέδιο να αφιερώνει παραπάνω από τη μισή του ομιλία για να εντοπίσει τι δεν έχει το κυβερνητικό νομοσχέδιο, σε σχέση με αυτά τα οποία υπερψηφίζει. Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό. Είναι προς τιμήν του εισηγητή αυτό το οποίο λέω, αλλά είναι πολύ κακό για το νομοσχέδιο. Αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι ένα εξαιρετικά κακό νομοσχέδιο.
Έχουμε, λοιπόν, ένα νομοσχέδιο για τη μέριμνα προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Μάλιστα είναι ένα μέρος Ελλήνων που έχει -θα έλεγα- προνομιακές προσβάσεις στη συντηρητική παράταξη και μόνο γι’ αυτό θα περίμενε κανείς κάτι άλλο. Και αφήνει σε εκκρεμότητα σχεδόν το σύνολο των ζητημάτων που είναι φλέγοντα για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται από τις χιλιάδες αντιδράσεις των στρατιωτικών στελεχών που βλέπουν τις λύσεις για τα προβλήματά τους να παραπέμπονται στις καλένδες, στις ελληνικές καλένδες. Την ίδια στιγμή επιχειρεί αποσπασματικά να επιλύσει δευτερεύοντα ζητήματα, δημιουργώντας όμως νέα προβλήματα.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επισημάνει κανείς είναι το εξής: Επί τρεισήμισι, πλησιάζουμε τέσσερα χρόνια πια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει κάνει η κυβέρνηση απολύτως τίποτα για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Απολύτως τίποτα, παρά τα μεγάλα λόγια.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες, πιέσεων μνημονίων και πιέσεων από την τρόικα, ήταν η πρώτη κυβέρνηση στα μνημονιακά χρόνια από το 2010 και μετά που έφερε ευνοϊκές ρυθμίσεις τόσο για τα ζητήματα μέριμνας των στρατιωτικών όπως με τον ν.4361, τον ν. 4407, τον ν.4494, τον ν. 4609, όσο και σε ζητήματα μισθολογίου, κατοχυρώνοντας κεκτημένα των στρατιωτικών παρά τις μνημονιακές πιέσεις.
Για όλα αυτά ο προηγούμενος εισηγητής δεν είπε τίποτα. Αρκέστηκε μόνο σε μία ρύθμιση του 2019, λες και αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα.
Λοιπόν είναι τόσο το ενδιαφέρον της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το έμψυχο δυναμικό των ενόπλων δυνάμεων, που φρόντισε σταδιακά ακόμη και να παγώσει ή να ακυρώσει άλλες από αυτές τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που είχε φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ -τις λίγες, θα θέλαμε πολύ περισσότερα- το προηγούμενο διάστημα. Μια από αυτές ήταν και η πρόσθετη ασφαλιστική πενταετία για όλα τα στελέχη που καταργήθηκε με τον νόμο Χατζηδάκη.
Τρίτον, παγκόσμια πρωτοτυπία. Μιλάμε για μέριμνα προσωπικού και δεν προβλέπεται ούτε ένα ευρώ από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Τι μέριμνα προσωπικού μπορεί να είναι αυτή, όταν δεν βάζουμε το χέρι στην τσέπη για χρόνια προβλήματα και αδικίες που έχουν συσσωρευτεί εναντίον του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων;
Τέταρτον, η κυβέρνηση αυτή σε τελείως άλλες συνθήκες βέβαια -όχι μόνο δεν είμαστε στα μνημόνια, αλλά έχει παγώσει το Σύμφωνο Σταθερότητας, ισχύει ακόμα η ρήτρα διαφυγής- αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών. Δεν θα μπω τώρα σε αυτό, για την προτεραιοποίηση με βάση τις οποίες έγιναν επιλογές, αλλά δεν παύει να είναι ένα τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών ύψους 14 δις, που έχει επίσης την εξής παγκόσμια πρωτοτυπία: Από τη μια μεριά, δεν προβλέπεται ούτε βίδα για την ελληνική αμυντική βιομηχανία – από τις μεγάλες τουλάχιστον συμβάσεις-. και τώρα με τη «Μέριμνα υπέρ του προσωπικού» δεν προβλέπεται ούτε ένα ευρώ για τους στρατιωτικούς. Την ίδια στιγμή που όλοι συνομολογούμε ότι το έμψυχο δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων είναι σημαντικότερος πολλαπλασιαστής ισχύος, δεν προβλέπεται απολύτως τίποτα και ενώ τα προβλήματά τους είναι τέτοια, τουλάχιστον τα πιο φλέγοντα και τα πιο επείγοντα, που με ένα πολύ μικρό κλάσμα των 14 δις, με μερικές δεκάδες εκατομμύρια ή με μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια -αν θέλουμε να λύσουμε παραπάνω- θα είχαμε λύσει τα προβλήματα αυτά.
Οι στρατιωτικοί υπήρξαν αυτοί οι οποίοι υπέστησαν πολύ μεγάλες περικοπές, τις μεγαλύτερες στον δημόσιο τομέα, και σε επίπεδο μισθών και σε επίπεδο συντάξεων στα μνημονιακά χρόνια, στα πρώτα μνημόνια. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που επέστρεψε εφάπαξ το 50% περικοπών που αντισυνταγματικά παρακράτησε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014, αναγνωρίζοντας έτσι η δικιά μας κυβέρνηση το έργο και τη συνεισφορά τους. Η παρούσα κυβέρνηση αποδεικνύει ότι συνεχίζει το έργο της κυβέρνησης Σαμαρά και απλώς επιχειρεί να τελειώσει με τις εκκρεμότητες του 2014, να παγώσει κι αυτά τα οποία κάναμε εμείς.
Υπήρχαν δεκάδες εκκρεμότητες πρώτης γραμμής, σταδιοδρομικά προβλήματα αξιωματικών αποφοίτων των Ανώτερων Στρατιωτικών Σχολών Υπαξιωματικών, οι απολύσεις των ΕΠΟΠ που είναι μπροστά μας λόγω ηλικιακών ορίων, η μη αποκατάσταση μισθολογικών εκκρεμοτήτων και αδικιών, όπως για τους Ανθυπολοχαγούς Εθελοντές Μακράς Θητείας, τους Οπλίτες Βραχείας Ανακατάταξης (ΟΒΑ) και άλλους, προβλήματα σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας και άλλα. Αντί να επιλύσει τέτοια προβλήματα, το νομοσχέδιο αυτό επιμένει στη λογική που καταργεί σοβαρές διατάξεις μέριμνας της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και αυτή φαίνεται να είναι όλη η φιλοσοφία της.
Με διατάξεις που βαφτίζονται παροχές και μέριμνα η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να παίρνει από τους στρατιωτικούς, προσπαθώντας να τους επαναφέρει στα επίπεδα που ήθελε η κυβέρνηση Σαμαρά. Η συνεχιζόμενη κοροϊδία για τις νυχτερινές αποζημιώσεις και τις υπερωρίες, το «τσεκούρι» στο βοήθημα οικογενειακής και επαγγελματικής αυτοτέλειας των τέκνων του στρατού και πιο πρόσφατα ο αποκλεισμός των Ενόπλων Δυνάμεων από το έκτακτο οικονομικό βοήθημα που δόθηκε στα Σώματα Ασφαλείας είναι μόνο τα τελευταία επεισόδια της αδιαφορίας. Έξι χρόνια περίμενε το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων για την κοινή υπουργική απόφαση αποζημίωσης της νυχτερινής εργασίας και ήρθε μια απόφαση-έκτρωμα που δεν αναγνωρίζει την αναδρομικότητα και περικόπτει ώρες εργασίας και δικαιούχους από την αποζημίωση.
Για όλους αυτούς τους λόγους το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα είναι κατά κοινή ομολογία -εμμέσως φάνηκε και από τα λεγόμενα του εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας- κακό νομοσχέδιο που ασχολείται με θέματα χαμηλού ενδιαφέροντος. Υπάρχουν ελάχιστες θετικές ρυθμίσεις, που αναμένεται να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα και αυτές, ενώ άλλες δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα.
Πολύ σημαντικότερες, όμως, είναι οι αρνητικές διατάξεις του νομοσχεδίου:
Πρώτον, επιβαρύνουν, αντί να ελαφρύνουν, εν ενεργεία και απόστρατους στρατιωτικούς σε πολλά επίπεδα.
Δεύτερον, επιχειρούν να δημιουργήσουν στα Μετοχικά Ταμεία συνθήκες που μπορούν να ερμηνευθούν μόνο ως προσπάθεια μελλοντικού ελέγχου των οικονομικών τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ενώ δεν έχει προηγηθεί καμία μελέτη βιωσιμότητας.
Το μόνο το οποίο αλλάξατε κατά τη συζήτηση στις επιτροπές της Βουλής, κύριε Υπουργέ, είναι η διάταξη που προβλέπει επιβάρυνση των στρατιωτικών Στρατού Ξηράς και Αεροπορίας με εκείνη την απαράδεκτη επιπλέον κράτηση 1% υπέρ του ΝΙΜΤΣ πλέον της εισφοράς 3% επί των μερισμάτων τους, πλέον της υπάρχουσας εισφοράς του 6% στον ΕΟΠΥΥ, όπως ισχύει στο σύνολο του δημόσιου τομέα. Αλλάξατε, δηλαδή μία διάταξη που ήταν προφανέστατα αντισυνταγματική.
Τέταρτον, καταργείται πολύ σοβαρές ρυθμίσεις του ν.4609/2019 του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το άρθρο 2, επαναφέροντας καταργημένη αναχρονιστική διάταξη του 1973 που τιμωρεί πρακτικά όσα στελέχη εμφανίζουν κάποιο ανίατο νόσημα, καθώς και το άρθρο 15 που αφορούσε τη λειτουργία των Γραφείων Νομικής Προστασίας Στελεχών, που είχαν θεσπιστεί για να βοηθούν τα στελέχη ακριβώς έναντι της διοικητικής αυθαιρεσίας για δικά τους καθήκοντα, όχι για δική τους ατομική επιλογή.
Πέμπτον, μειώνετε το κατώτερο όριο του ετήσιου ανταλλάγματος για την ακίνητη περιουσία από 5% σε 3%. Ήταν ήδη χαμηλά στο 5%. Και αυτά σε μία περίοδο όπου υπάρχει υποτιθέμενη ανάπτυξη. Όταν υπάρχει ανάπτυξη, το ποσοστό του ανταλλάγματος υποτίθεται ότι πρέπει να αυξάνεται, όχι να μειώνεται και θα έπρεπε η περιουσία να αποτελεί σοβαρή πηγή αξιοποίησης για ενίσχυση του στεγαστικού ζητήματος των στρατιωτικών αλλά και για άλλους λόγους.
Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρες. Το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων αντιμετωπίζει τόσα πολλά συσσωρευμένα προβλήματα που επιβάλλεται μία γενναία αντιμετώπιση τους. Προφανώς, η τωρινή ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας δεν διαθέτει αυτό το θάρρος και τη φιλοσοφία, με αποτέλεσμα να νομοθετεί με αδικία και διακρίσεις.
Τα σημαντικότερα από όσα δεν προβλέπει το παρόν νομοσχέδιο είναι τα εξής: Δεν υπάρχει μέριμνα για την πρόωρη αποστρατεία των ΕΠΟΠ στην ηλικία των 50 ετών, που σημαίνει θα βρεθούν κυριολεκτικά στον δρόμο και χωρίς σύνταξη. Είναι δικαιολογία ότι η επίλυση του ζητήματος θα απαιτούσε μελέτη βιωσιμότητας. Το θέμα είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου και απαιτεί παρέμβαση στο ν.δ.445/1974. Μπορεί να υπάρξει άμεση απόφαση, ώστε να μην απολυθούν όσοι προβλέπεται για τα αμέσως επόμενα χρόνια και στο μεταξύ να υπάρξει μελέτη και σύμπραξη με τον με το ΥΠΟΙΚ, αν αυτό απαιτείται. Συνεπώς, βούληση δεν υπάρχει και όχι μελέτη.
Δεύτερον, δεν επιλύονται τα σταδιοδρομικά προβλήματα των αξιωματικών αποφοίτων των Ανώτερων Στρατιωτικών Σχολών Υπαξιωματικών.
Τρίτον, δεν επιλύεται το πρόβλημα της αποζημίωσης προσωπικού που τέθηκε αντισυνταγματικά σε αναστολή καθηκόντων.
Τέταρτον, δεν επιλύεται το πρόβλημα των αποζημιώσεων στους Οπλίτες Βραχείας Ανακατάταξης.
Πέμπτον, εκκρεμεί η μισθολογική αποκατάσταση των προαχθέντων πριν από τρία χρόνια Εθελοντών Μακράς Θητείας στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού -επίσης ρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ- που συνεχίζουν και πληρώνονται ως Ανθυπασπιστές και είναι χαρακτηριστική η αδιαφορία της κυβέρνησης.
Έκτον, συνεχίζεται η αδικία της μισθολογικής κατάταξης των σπουδαστών των Στρατιωτικών Σχολών Ενόπλων Δυνάμεων σε σχέση με τους σπουδαστές των Σχολών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Έβδομον, δεν προβλέπεται τίποτα για τους στρατεύσιμους που στη μεγάλη πλειοψηφία τους και όσοι προέρχονται από χαμηλά εισοδηματικά στρώματα λαμβάνουν – κυριολεκτικά- ψίχουλα. 10 ευρώ και λοιπά.
Όγδοον, παρατείνεται η αδικία του επιδόματος τοκετού για βαθμούς χαμηλότερους του ανθυπολοχαγού για τις γυναίκες στρατιωτικούς.
Ένατον, δεν προβλέπεται τίποτα για το οξυμένο στεγαστικό πρόβλημα των στρατιωτικών στις ακριτικές περιοχές και κυρίως δεν επιλύεται το επίσης οξυμένο πρόβλημα πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπου οι στρατιωτικοί αντιμετωπίζονται δυσμενώς συγκριτικά με τους δημόσιους υπαλλήλους.
Και βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι αγνοείται ακόμα το περίφημο μισθολόγιο για την κάλυψη των αδικιών στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων αναφορικά με τις οικονομικές τους απολαβές. Η κυβέρνηση έχει πει πολλές φορές ότι θέλει να φέρει ένα καλύτερο μισθολόγιο, αλλά είναι ένα μεγάλο ερώτημα πώς μπορεί να φέρει ένα καλύτερο μισθολόγιο μια κυβέρνηση που δεν αναγνωρίζει αναδρομικότητα στις οφειλές της, όπως τα αναδρομικά και τα νυχτερινά, που περικόπτει κάθε πιθανή απολαβή, όπως νυχτερινά και ΒΟΕΑ, που δεν αποζημιώνει στελέχη με διάφορες δικαιολογίες (Ανθυπολοχαγούς Μακράς Θητείας, ΟΒΑ κλπ), που δίνει παροχές και ταυτόχρονα τις παίρνει με αντίμετρα, όπως τις συντάξεις, που απολύει αξιωματικούς ΕΟΘ με τη δικαιολογία ότι θέλει να προσλάβει νέους ΕΠΟΠ, που θέτει αντισυνταγματικά σε αναστολή προσωπικό των νοσοκομείων, που δεν έχει ανακοινώσει καν ποια προβλήματα έχει το παρόν μισθολόγιο.
Η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ -και αυτή είναι δέσμευσή μας για το μέλλον, για την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση του τόπου- είναι ότι είναι αναγκαία μια συνολική μεταρρύθμιση στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, μία μεγάλη στρατιωτική μεταρρύθμιση με τον διαχωρισμό μισθολογίου και βαθμολογίου, την υπέρβαση του πολυδαίδαλου, κατακερματισμένου, πελατειακού και τελικά αντιπαραγωγικού συστήματος, που, κύριε Μανωλάκο, δεν το χτίσαμε εμείς, το χτίσανε οι δεκαετίες της μεταπολίτευσης Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Δεν το φτιάξαμε εμείς το 2019. Είναι ένα σύστημα που δεν υπάρχει πουθενά στον δυτικό κόσμο.
Είναι, επίσης, αναγκαία η θεσμοθέτηση ενός αξιοκρατικού, εφαρμόσιμου και αδιάβλητου συστήματος μεταθέσεων και προαγωγών, άμεσα προσβάσιμου και ελέγξιμου από τα ίδια τα στελέχη, ώστε όλα να αποκτήσουν την αίσθηση πως λειτουργούν σε ένα δίκαιο, ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, όπου απερίσπαστοι θα αναπτύξουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο ν. 4472/2017, όπου ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε ένα επιδοματικής φύσης μισθολόγιο με εικονικές αποζημιώσεις και πέτυχε να ενσωματώσει τα πάντα στον βασικό μισθό – παρά τις μνημονιακές πιέσεις- διατηρώντας και επιδόματα αλλά και θεσπίζοντας για πρώτη φορά στα χρονικά αποζημίωση για νυχτερινή εργασία. Και ακόμα αναμένουμε τη σχετική κοινή υπουργική απόφαση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεσμεύεται πως θα κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση στους επόμενους μήνες που θα είναι κυβέρνηση.
Επισυνάπτεται το βίντεο της ομιλίας:
https://youtu.be/bXJFqNbqZvg