
Οι μοναδικοί παράγοντες πίεσης επηρεάζουν την ψυχική υγεία των σεξουαλικών μειονοτήτων
Μια πρόσφατη μελέτη από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Åbo Akademi στη Φινλανδία δείχνει ότι οι σεξουαλικές μειονότητες συνεχίζουν να αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ψυχικών προβλημάτων σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν προηγούμενες έρευνες, οι οποίες είχαν δείξει ότι οι σεξουαλικές μειονότητες υποφέρουν από χειρότερη ψυχική υγεία σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους.
Αύξηση των συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης
Συγκεκριμένα, οι σεξουαλικές μειονότητες αναφέρουν περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, καταναλώνουν περισσότερο αλκοόλ και βιώνουν περισσότερες δυσκολίες σχετιζόμενες με τη σεξουαλικότητά τους. Η μελέτη χρησιμοποίησε τέσσερις κύκλους δεδομένων από τον πληθυσμό που συλλέχθηκαν στη Φινλανδία το 2006, το 2012, το 2019 και το 2022, προκειμένου να εξετάσει την αλλαγή των ψυχικών συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια της 16χρονης περιόδου.
Όπως εξηγεί η Marianne Källström, επικεφαλής της μελέτης και υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Åbo Akademi, δεν υπάρχει απλή απάντηση στο γιατί οι σεξουαλικές μειονότητες παρουσιάζουν χειρότερη ψυχική υγεία. Ωστόσο, η θεωρία της πίεσης μειονότητας υποστηρίζει ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται τουλάχιστον εν μέρει στο γεγονός ότι οι σεξουαλικές μειονότητες αντιμετωπίζουν μοναδικούς παράγοντες πίεσης στην καθημερινότητά τους λόγω της σεξουαλικής τους προτίμησης.
Σημαντικά ευρήματα για την ψυχική υγεία
Η μελέτη αποκάλυψε ότι τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης αυξήθηκαν και στους ετεροφυλόφιλους και στις σεξουαλικές μειονότητες κατά την διάρκεια της μελέτης, γεγονός που σημαίνει ότι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως σεξουαλικής προτίμησης, αναφέρουν χειρότερη ψυχική υγεία σήμερα σε σύγκριση με 16 χρόνια πριν. Παρά τις κοινωνικές αλλαγές που θα έπρεπε να έχουν βελτιώσει τη ζωή των σεξουαλικών μειονοτήτων, όπως η νομοθεσία που εισήγαγε την ισότητα στον γάμο το 2014, η διαφορά στην ψυχική υγεία μεταξύ των δύο ομάδων δεν έχει μειωθεί τα τελευταία 15 χρόνια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η κατανάλωση αλκοόλ έχει μειωθεί και για τις δύο ομάδες κατά τη διάρκεια της μελέτης, γεγονός που είναι θετικό από πλευράς δημόσιας υγείας, καθώς η κατανάλωση αλκοόλ συνδέεται με χειρότερη ψυχική υγεία. Ωστόσο, οι σεξουαλικές μειονότητες συνεχίζουν να καταναλώνουν περισσότερο αλκοόλ σε κάθε σημείο μέτρησης της μελέτης.
Συμπεράσματα και προτάσεις
Η μελέτη καταδεικνύει ότι οι σεξουαλικές μειονότητες παραμένουν πιο ευάλωτες σε ζητήματα ψυχικής υγείας σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι είναι ακόμη σημαντικό να συνεχιστούν οι προσπάθειες για την ισότητα και τη βελτίωση της υγείας των σεξουαλικών μειονοτήτων. Επίσης, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την κατανόηση των αιτίων των ψυχικών προβλημάτων στις σεξουαλικές μειονότητες και για την εύρεση τρόπων βελτίωσης της ψυχικής τους υγείας.
Παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί στην κοινωνία από την αρχή του αιώνα, το χάσμα στην ψυχική υγεία παραμένει. Αυτό μπορεί να εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι οι σεξουαλικές μειονότητες εξακολουθούν να βιώνουν αρνητικές στάσεις και ανισότητες.














