Η παγκόσμια αγορά τέχνης αντιστάθηκε στην κρίση της πανδημίας, σημειώνοντας αύξηση-ρεκόρ των διαδικτυακών πωλήσεων το 2020, με τις γυναίκες να διαθέτουν μεγαλύτερα ποσά από τους άνδρες συλλέκτες, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της πέμπτης ετήσιας έκθεσης «Art Basel & UBS Global Art Market Report», την οποία επιμελήθηκε η διακεκριμένη οικονομολόγος Δρ. Clare McAndrew, ειδική σε θέματα πολιτιστικής οικονομίας.
Η μακρο-οικονομική αυτή ανάλυση, η οποία φέτος εξετάζει την κίνηση και τα μεγέθη της διεθνούς αγοράς τέχνης εν καιρώ πανδημίας, ενσωματώνει στοιχεία έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 2.569 συλλέκτες υψηλής καθαρής θέσης (HNW) από 10 αγορές (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Μεξικό και Ηπειρωτική Κίνα).
Συνολικές διαδικτυακές πωλήσεις έργων τέχνης 12,4 δισ. δολαρίων
Οι παγκόσμιες πωλήσεις έργων τέχνης και αντικών, σύμφωνα με την έρευνα κυμάνθηκαν περίπου στα 50,1 δισ. δολάρια το 2020, καταγράφοντας πτώση της τάξης του 22% από το 2019, κατόρθωσαν εντούτοις να κρατηθούν σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα του χαμηλού ρεκόρ του έτους ύφεσης το 2009 (-36%).
Η αγορά των ΗΠΑ διατηρεί τα πρωτεία, με μερίδιο 42% στην αξία των παγκόσμιων πωλήσεων, ενώ η Ηπειρωτική Κίνα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη αγορά δημοσίων δημοπρασιών.
Η πανδημία επιτάχυνε τη ψηφιακή μεταμόρφωση της αγοράς, δημιουργώντας περισσότερες ευκαιρίες για την άμεση υιοθέτηση καινοτόμων πρακτικών, αφού ακυρώθηκε μεγάλος αριθμός εκθέσεων και φουάρ με φυσική παρουσία.
Παρά τη γενικότερη συρρίκνωση των πωλήσεων, οι συνολικές διαδικτυακές πωλήσεις κατόρθωσαν να αγγίξουν το εντυπωσιακό ποσό-ρεκόρ των 12,4 δισ. δολαρίων, διπλασιάζοντας την αξία τους από το 2019.
Για πρώτη φορά, μάλιστα, με ποσοστό 25%, το μερίδιο του ηλεκτρονικού εμπορίου στην αγορά τέχνης ξεπέρασε εκείνο του γενικού λιανεμπορίου.
Η πανδημία ενίσχυσε το έμπρακτο ενδιαφέρον των περισσότερων συλλεκτών για τον εμπλουτισμό των συλλογών τους, αν και είχαν λιγότερες ευκαιρίες να αποκτήσουν έργα τέχνης δια ζώσης, με το 57% να σχεδιάζει να αυξήσει τις αγορές του.
Οι γυναίκες επέδειξαν ισχυρότερη αγοραστική δύναμη- Το Instagram κυριαρχεί
Οι γυναίκες επέδειξαν ισχυρότερη αγοραστική δύναμη, καθώς και ανοδική πορεία στην καλλιτεχνική εκπροσώπηση, επισημαίνεται στα συμπεράσματα της έρευνας της UBS και Art Basel.
Από τη μία, ξόδεψαν μεγαλύτερα ποσά από τους άνδρες – ο μέσος όρος των αγορών αυξήθηκε κατά 13%, φθάνοντας τις 154.000 δολάρια – και από την άλλη, το ποσοστό των έργων που φέρουν την υπογραφή γυναικών καλλιτεχνών φαίνεται να βελτιώνεται σταθερά: 39% το 2020 από 33% το 2018.
Η επόμενη γενιά συλλεκτών που επενδύει μεγάλα ποσά είναι οι millennial HNW συλλέκτες: το 30% ξόδεψε πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια την περασμένη χρονιά.
Παράλληλα, ήταν πιο δραστήρια γενιά στο διαδίκτυο, αναφέροντας συχνότερη χρήση, τόσο των διαθέσιμων (από τις ψηφιακές εκδόσεις εκθέσεων) διαδικτυακών δωματίων προβολής (online viewing rooms / OVR), όσο και των καναλιών κοινωνικής δικτύωσης.
Περίπου το ένα τρίτο όσων συλλεκτών προέβησαν σε αγορές, δήλωσε ότι απέκτησε τα έργα τέχνης της προτίμησής του μέσω Instagram.
«Το 2020 σηματοδότησε ένα σημείο καμπής για την ψηφιακή καινοτομία στην αγορά τέχνης.
Η πανδημία απέδειξε ότι χρειαζόμαστε την τέχνη για να σηκώσουμε το βλέμμα μας πάνω από τις δυσκολίες, για να εκφράσουμε τις απόψεις και τα συναισθήματά μας και, εν τέλει, να βρούμε χαρά στους δύσκολους αυτούς καιρούς που διανύουμε», δήλωσε σύμφωνα με το ΑΠΕ, η Christl Novakovic, CEO της UBS Europe SE, επικεφαλής του Wealth Management Europe και πρόεδρος του UBS Art Board.
«Η πτώση στις πωλήσεις ήταν αναπόφευκτη.
Όπως αναφέρεται στο in.gr: Το εμπόριο έργων τέχνης, έδειξε πάντως απίστευτη ανθεκτικότητα στον τρόπο που προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και τις προκλήσεις που προέκυψαν από την κρίση της πανδημίας.
Παρόλο που οι επιχειρήσεις προσπαθούν ακόμα να βρουν την άκρη για το πως να εξισορροπήσουν τη νέα μορφή της αγοράς – που βασίζεται όλο και περισσότερο στο διαδίκτυο – με την από κοινού εμπειρία και τον ενθουσιασμό των φυσικών πωλήσεων και εκδηλώσεων, λίγοι είναι εκείνοι που θεωρούν παροδικές τις αλλαγές αυτές», ανέφερε η οικονομολόγος Clare McAndrew, ιδρύτρια της εταιρείας Arts Economics