
Αλλαγές στις διαδικασίες δημοσίευσης από το υπουργείο Άμυνας
Το υπουργείο Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, με προφανή εντολή του Ντόναλντ Τραμπ, έχει επιβάλει νέες απαιτήσεις στους διαπιστευμένους δημοσιογράφους. Σύμφωνα με αυτές, οι δημοσιογράφοι πρέπει να εξασφαλίζουν έγκριση από το υπουργείο πριν δημοσιεύσουν οποιαδήποτε πληροφορία που σχετίζεται με αυτό, είτε είναι διαβαθμισμένη είτε όχι. Αν δεν τηρηθεί αυτή η διαδικασία, οι δημοσιογράφοι κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβασή τους στο Πεντάγωνο. Αυτή η κίνηση έχει χαρακτηριστεί από σημαντική δημοσιογραφική ένωση ως «επίθεση στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία».
Νέες διαδικασίες και συνέπειες
Οι νέες προϋποθέσεις, οι οποίες ανακοινώθηκαν το βράδυ της 20ης Σεπτεμβρίου 2025, σηματοδοτούν μια νέα φάση στην αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, τα οποία κατηγορούνται ότι δεν υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Σύμφωνα με το νέο έγγραφο, οι πληροφορίες που προέρχονται από δημοσιογράφους μέσω εσωτερικών πηγών απαιτούν επίσης έγκριση πριν από τη δημοσίευση, ανεξαρτήτως αν είναι διαβαθμισμένες ή όχι. Η παραβίαση αυτού του κανόνα μπορεί να οδηγήσει σε άρση της διαπίστευσης του δημοσιογράφου.
Αντιδράσεις από τη δημοσιογραφική κοινότητα
Η δημοσιογραφική ένωση National Press Club της Ουάσινγκτον εξέφρασε την ανησυχία της για αυτές τις αλλαγές, τονίζοντας ότι συνιστούν άμεση επίθεση στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία, ειδικά σε μια εποχή όπου η ανεξάρτητη παρακολούθηση του στρατού είναι κρίσιμη. Ο πρόεδρος της ένωσης, Μάικ Μπαλσάμο, κάλεσε το Πεντάγωνο να επανεξετάσει αυτές τις απαιτήσεις. Από την άλλη πλευρά, ο Πιτ Χέγκσεθ, επικεφαλής του «υπουργείου Πολέμου», υπερασπίστηκε τις νέες διαδικασίες, επισημαίνοντας ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες ασφαλείας και να σέβονται τις διαδικασίες του υπουργείου.
Αυτές οι εξελίξεις έρχονται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη προχωρήσει σε αλλαγές στη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης στο Πεντάγωνο, αφαιρώντας γραφεία από προοδευτικά μέσα και δίνοντάς τα σε μέσα που θεωρούνται πιο δεξιά. Αυτή η στρατηγική έχει προκαλέσει ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου και την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.