Κλιματική αλλαγή: Το μέλλον της Αρκτικής – Λόγω της παγκόσμιας θέρμανσης, η οξύτητα του Αρκτικού Ωκεανού αυξάνεται έως και τέσσερις φορές ταχύτερα σε σχέση με άλλες θάλασσες και απειλεί την βάση ενός πλούσιου τροφικού πλέγματος, προειδοποιεί μελέτη στο περιοδικό Science.
Η οξίνιση των ωκεανών, δηλαδή η πτώση του pH, οφείλεται στην αντίδραση του νερού με το διοξείδιο του άνθρακα που απορροφάται από την ατμόσφαιρα.
Ο πάγος που επιπλέει στον Αρκτικό Ωκεανό σχηματίζει ένα φράγμα που περιορίζει την απορρόφηση CO2 από το νερό και φρενάρει έτσι την οξίνιση. Καθώς όμως ο πάγος λιώνει λόγω της κλιματικής αλλαγής, τα νερά γύρω από τον Βόρειο Πόλο απορροφούν όλο και περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα.
Η επακόλουθη πτώση του pH απειλεί μια πληθώρα μικροσκοπικών και μακροσκοπικών οργανισμών που σχηματίζουν σκελετούς ή κελύφη από ανθρακικό ασβέστιο, το οποίο σχηματίζεται πιο εύκολα σε αλκαλικό περιβάλλον. Κοράλλια, δίθυρα μαλάκια και μονοκύτταροι οργανισμοί όπως τα διάτομα αναμένεται να πληγούν περισσότερο.
«Η χρονοσειρά μετρήσεων του pH στον Αρκτικό Ωκεανό είναι μακρά. Οι παλαιότερες μετρήσεις προέρχονται από αποστολή το 1994, όταν το κάλυμμα πάγου ήταν εκτεταμένο και παχύ […] Στην αποστολή του 2014, το παγοθραυστικό Oden μπόρεσε να ταξιδέψει σε ανοιχτά νερά το μισό δρόμο από τη Σιβηρία μέχρι τον Βόρειο Πόλο» λέει ο Λιφ Άντερσον του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η οξίνηση που καταγράφεται στον Αρκτικό Ωκεανό τα τελευταία 30 χρόνια αντιστοιχεί σ πτώση κατά περίπου 0,1 μονάδες στην κλίμακα του pH, και οι ερευνητές εκτιμούν ότι, εάν οι εκπομπές άνθρακα συνεχίσουν να αυξάνονται με τον σημερινό ρυθμό, η πτώση μέχρι τα τέλη του αιώνα θα φτάσει τις 0,4 μονάδες.
Κρύες θάλασσες
Η οξίνιση θα είναι εντονότερη στις πιο ψυχρές θάλασσες, δεδομένου ότι το κρύο νερό μπορεί να απορροφήσει περισσότερο CO2 από ό,τι το ζεστό.
Τα νερά της Αρκτικής και της Ανταρκτικής είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά χάρη σε ισχυρά ρεύματα από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Τα συστατικά αυτά ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του φυτοπλαγκτού, το οποίο απορροφά από το νερό μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, πρώτη ύλη για τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης.
Κανονικά αυτό σημαίνει πως όταν τα ωκεάνια ρεύματα φτάνουν στις βόρειες θαλάσσιες περιοχές που καλύπτονται από πάγο, η περιεκτικότητά τους σε CO2 είναι χαμηλή. Τώρα όμως που οι πάγοι λιώνουν, το νερό συνεχίζει να απορροφά CO2 από την ατμόσφαιρα μέχρι να κορεστεί.
Οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα είναι ήδη ορατές, λέει ο Άντερσον. «Το φυτοπλαγκτό, το οποίο απορροφά CO2, ωφελείται από την κλιματική αλλαγή. Για άλλα είδη όμως τα νέα δεν είναι καλά. Οι θαλάσσιες πεταλούδες είναι αρπακτικά θαλάσσια σαλιγκάρια με κέλυφος από αραγονίτη, τον οποίο παράγουν από ιόντα ασβεστίου και ανθρακικά ιόντα. Τα επίπεδα κορεσμού σε αργαγινίτη που μετράμε στον ωκεανό είναι όλο και χαμηλότερα».
Οι θαλάσσιες πεταλούδες, μαλάκια που κολυμπούν ελεύθερα, αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για τις φάλαινες που μεταναστεύουν στον Αρκτικό Ωκεανό για να τραφούν. Κι αυτό σημαίνει ότι η διαθέσιμη τροφή θα λιγοστέψει λόγω των εκπομπών άνθρακα.
To πρόβλημα επιδεινώνεται περαιτέρω καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας λιώνει το μόνιμα παγωμένο έδαφος της Αρκτικής τούνδρας, με αποτέλεσμα να απελευθερώνεται άνθρακας που παρέμενε δεσμευμένος για χιλιάδες χρόνια.
Μεγάλες ποσότητες άνθρακα καταλήγουν σε ποτάμια και από εκεί στον Αρκτικό Ωκεανό, όπου επιταχύνουν περαιτέρω το φαινόμενο της οξίνισης.
Όπως επισημαίνει ο Άντερσον, «όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, και το γεγονός ότι η έκταση της ανοιχτής θάλασσας μεγαλώνει ενισχύει το φαινόμενο»