Τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ ήταν αρκετά για να φέρουν τις ΗΠΑ αρκετά χρόνια πίσω στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Το παράδειγμα του υπερσυντηρητικού Αμερικανού προέδρου που έφτασε στο σημείο έως και να αποσύρει τη χώρα από την συνθήκη του Παρισιού για το Κλίμα είναι χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό.
Μια ενδιαφέρουσα έκθεση των βρετανικών πανεπιστημίων του Σάσεξ και του Γουόρικ που βάζει στο μικροσκόπιο την κλιματική πολιτική τουλάχιστον 25 κρατών του προηγμένου κόσμου, σε χρονικό βάθος τουλάχιστον μιας δεκαετίας, διαπίστωσε πως η αυξανόμενη επιρροή των λαϊκίστικων υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών κομμάτων είχε αρνητικό αντίκτυπο στην υιοθέτηση μέτρων κατά της κλιματικής αλλαγής.
Μάλιστα, οι τωρινές, λόγω του πολέμου, δυσμενείς συνθήκες του αυξημένου ενεργειακού κόστους αναμένεται να απομακρύνουν περαιτέρω τις κυβερνήσεις από τους πράσινους στόχους που έχουν θέσει, με τα υπερσυντηρητικά κόμματα ειδικά να στρέφουν στον τομέα αυτό την προσοχή τους αφήνοντας έτερα βασικά θέματα της ατζέντας τους, όπως το Μεταναστευτικό, σε… δεύτερη μοίρα.
Ακροδεξιά και περιβάλλον δεν… ταιριάζουν
Οι ερευνητές της έκθεσης, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάθιου Λόκγουντ της επιχειρηματικής σχολής του πανεπιστημίου του Σάσεξ προχώρησαν στη διαμόρφωση ενός δείκτη κλιματικής πολιτικής, διαπιστώνοντας πως ο συνδυασμός της παρουσίας ακροδεξιών κομμάτων σε ένα εθνικό κοινοβούλιο, πόσο μάλλον στους κόλπους μιας κυβέρνησης συνασπισμού συνδέεται με μια υποχώρηση του εν λόγω δείκτη κατά μέσο όρο σε ποσοστό 25%. Κι αυτό διότι οι υπερσυντηρητικοί πολιτικοί, είτε ανήκουν στους αρνητές του φαινομένου του θερμοκηπίου είτε ιδεολογικά και οικονομικά δεν δίδουν προτεραιότητα σε φιλικές προς το περιβάλλον επιλογές και πρακτικές.
Σε επίπεδο κρατών αυτό ήταν ορατό τα τελευταία χρόνια σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, στη Βραζιλία υπό την ηγεσία Ζαίρ Μπολσονάρου και την δραματική επιτάχυνση του ρυθμού αποψίλωσης των δασών του Αμαζονίου ή ακόμη και στην Αυστραλία, όπου επί πρωθυπουργίας Τόνι Άμποτ καταργήθηκε o φόρος άνθρακα, ένα αμφιλεγόμενο μέτρο που εκτροχίασε την πράσινη στρατηγική της χώρας.
Ευρωπαϊκά παραδείγματα
Πολλά και χαρακτηριστικά τα παραδείγματα, τα προηγούμενα χρόνια, και στην Ευρώπη. Στην Πολωνία η δεξιά κυβέρνηση ήταν και παραμένει εχθρική προς την υιοθέτηση πράσινων στόχων και την προώθηση project ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παρά το γεγονός ότι πλέον πιέζεται από τους κλιματικούς στόχους που έθεσε η Κομισιόν για το σύνολο της Ένωσης.
Ορατή ήταν και η επιρροή του ακροδεξιού, σκεπτικιστικού ως προς την κλιματική αλλαγή, κόμματος PVV το διάστημα που βρέθηκε στην κυβέρνηση συνασπισμού της Ολλανδίας (στην πρώτη θητεία του νυν πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, από το 2010) καθυστερώντας την έναρξη της διαδικασίας απολιγνιτοποίησης της χώρας, αν και πλέον ο σημερινός, μετριοπαθής, κυβερνητικός συνασπισμός έχει υιοθετήσει πρασινότερους στόχους. Το ίδιο ισχύει και για το αυστριακό ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας, την εποχή που αναβαθμίστηκε σε κυβερνητικός εταίρος, το 2017, όταν και αποπειράθηκε να μπλοκάρει την ένταξη της χώρας στη Συνθήκη του Παρισιού για το Κλίμα.
Η μάχη της πράσινης ψήφου
Στη Νορβηγία, αντιστοίχως, η παρουσία του ακροδεξιού Προοδευτικού Κόμματος στην κυβέρνηση μειοψηφίας το 2013 και η ανάληψη του χαρτοφυλακίου του υπουργείου Πετρελαίου είχε οδηγήσει στην χορήγηση νέων αδειών εξόρυξης υδρογονανθράκων στον ευαίσθητο αρκτικό κύκλο και σημαντική καθυστέρηση στην υιοθέτηση πρασινότερων εθνικών στόχων από τη χώρα.
Η μάχη της πράσινης ψήφου είναι ορατή τις ημέρες αυτές και στη Γαλλία, στη μάχη που μαίνεται μεταξύ του Εμανουέλ Μακρόν και της Μαρίν Λεπέν ενόψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, την ερχόμενη Κυριακή. Ο νυν πρόεδρος “κατεβαίνει” με μια πράσινη ατζέντα για να προσελκύσει το κοινό που έχει αυξημένο ενδιαφέρον για περιβαλλοντολογικά θέματα, όπως και τους πολυάριθμους ψηφοφόρους του αριστερού Ζαν Λικ Μελανσόν, σε αντίθεση με την ακροδεξιά αντίπαλο του, η οποία μάλιστα καταγγέλλεται πως ανήκει στους… αρνητές της κλιματικής αλλαγής.
Τα νέα δεδομένα που φέρνει ο πόλεμος
«Τα συμβατικά κεντροδεξιά πολιτικά κόμματα ήταν ανέκαθεν πιο επιφυλακτικά στην υιοθέτηση ισχυρών κλιματικών μέτρων, όμως η ενίσχυση των ακροδεξιών λαϊκίστικων κομμάτων και κινημάτων αποτέλεσε μια απειλή διαφορετικού επιπέδου» ανέφερε χαρακτηριστικά στις δηλώσεις του ο καθηγητής Λόγκουντ, επισημαίνοντας μάλιστα τον αυξημένο κίνδυνο της τρέχουσας περιόδου. «Η εκτίναξη των ενεργειακών τιμών δημιουργεί μια νέα ευκαιρία για τους λαϊκιστές για να επιτεθούν στην κλιματική πολιτική, παρά και το γεγονός πως η ανησυχία για την κλιματική αλλαγή κινείται σε επίπεδα ρεκόρ».
Λαϊκίστικες τάσεις
Όπως εξήγησε, τα ακροδεξιά κόμματα τείνουν να αντιδρούν πιο άμεσα και να ακολουθούν για εύλογους πολιτικούς λόγους τις λαϊκίστικες τάσεις, όπως έγινε ορατό τα προηγούμενα χρόνια με το Μεταναστευτικό στην Ευρώπη και το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το διάστημα αυτό η ανησυχία της κοινής γνώμης για τα θέματα αυτά υποχωρεί δίδοντας τη θέση της στο πρόβλημα του αυξημένου κόστους ζωής και των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία.
Αν και επισημαίνεται πως ακόμη και τα ακροδεξιά κόμματα θα υποχρεωθούν πλέον να αποδεχτούν κάποιες μορφές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναγνωρίζοντας την συμβολή που μπορεί να έχουν για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και τη μείωση της εξάρτησης των χωρών από τις ενεργειακές εισαγωγές.
Τα εκλογικά συστήματα
Πάντως, η έκθεση υπέδειξε και μια διαφοροποίηση που έχει να κάνει και με τα εκλογικά συστήματα. Στα κράτη μέλη της Ε.Ε. όπου το εκλογικό σύστημα είναι πιο αναλογικό φαίνεται πως υπάρχει ισχυρότερη οχύρωση από την απειλή και δράση των ακροδεξιών κομμάτων αναφορικά με τη διάθεση τους να «σκοτώνουν» τα μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής σε σχέση με χώρες εκτός Ευρώπης, όπως κυρίως οι ΗΠΑ, αλλά επίσης ο Καναδάς και η Αυστραλία με καθαρό πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
Στα επιμέρους στοιχεία της έκθεσης εντοπίζονται επίσης και μια σειρά από οικονομικο-κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την στροφή προς πιο δυναμικά μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτούς εντάσσονται τα επίπεδα απασχόλησης, καθώς διαπιστώνεται πως η αύξηση της ανεργίας μειώνει τη δράση κατά της κλιματικής αλλαγής, τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της παιδείας, καθώς και τα επίπεδα εγχώριας ατμοσφαιρικής ρύπανσης (η αυξημένη ρύπανση ωθεί τους πολίτες να πιέζουν τις κυβερνήσεις για μέτρα υπέρ του περιβάλλοντος).