Στα άτομα με κατάθλιψη, ένα τμήμα του εγκεφάλου τους είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό των ατόμων που δεν πάσχουν, ανακάλυψαν Αμερικανοί ερευνητές. Περιέργως, αυτή η διαφορά σημαίνει ότι σημάδια της αρνητικής κατάστασης της ψυχικής υγείας των ατόμων θα μπορούσαν να εντοπιστούν από πολύ μικρή ηλικία, προτού εκδηλωθούν τα συμπτώματα αργότερα στη ζωή.
Οι ειδικοί ευελπιστούν ότι η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μελλοντικών θεραπευτικών θεραπειών που θα αντιμετωπίζουν τις επιβλαβείς δομικές διαφορές στον εγκέφαλο.
Για τις ανάγκες της μελέτης, επιστήμονες από το Weill Cornell Medicine στη Νέα Υόρκη εξέτασαν σαρώσεις εγκεφάλου για 141 ενήλικες με κατάθλιψη και τις συνέκριναν με εκείνες ατόμων που δεν είχαν. Ανακάλυψαν πως ορισμένα τμήματα του εγκεφάλου ήταν μεγαλύτερα στα άτομα με κατάθλιψη.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν εάν αυτή η διαφορά στη δομή του εγκεφάλου θα μπορούσε να υπάρξει και μεταξύ παιδιών πριν εμφανίσουν κατάθλιψη ως έφηβοι. Για να γίνει αυτό, εξέτασαν σαρώσεις 57 παιδιών που είχαν ληφθεί όταν εκείνα ήταν σε ηλικίες μεταξύ 10 και 12 ετών, τα οποία αργότερα είχαν παρουσιάσει κατάθλιψη στα 13 ή τα 14 τους χρόνια. Οι συγγραφείς συνέκριναν αυτές τις σαρώσεις με ίσο αριθμό παιδιών από την ίδια μελέτη που δεν παρουσίασαν κατάθλιψη. Τα ευρήματα έδειξαν πως το εγκεφαλικό δίκτυο που εντόπισαν μεγαλύτερο στους ενήλικες, ήταν περίπου κατά ένα τρίτο μεγαλύτερο και στα παιδιά με κατάθλιψη.
«Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ορισμένα εγκεφαλικά δίκτυα δεν επηρεάζονται από την κατάσταση της διάθεσης και οι διαφορές που υπάρχουν μπορούν να ανιχνευθούν στα παιδιά πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων κατάθλιψης στο εφηβική ηλικία. Σαν αποτέλεσμα, οι σαρώσεις εγκεφάλου θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν ως δείκτης κινδύνου κατάθλιψης στην εφηβεία. Ωστόσο, χρειάζονται περαιτέρω μελέτες που να επιβεβαιώνουν τα ευρήματα», υπογράμμισαν οι ερευνητές.
Οι ειδικοί είχαν παλαιότερα επισημάνει τον αντίκτυπο της πανδημίας της Covid-19 και την αναστάτωση που προκάλεσε στην εκπαίδευση και την κοινωνική ζωή των μαθητών, παράλληλα με την κρίση στο κόστος της ζωής καθώς και τη χρήση των social media που όλα χαρακτηρίστηκαν ως «βλαβερά για την ψυχική ευημερία των παιδιών». Δεδομένων λοιπόν των διαστάσεων του προβλήματος, τα εν λόγω ευρήματα ίσως συνεισφέρουν στην αντιμετώπισή του, κατά τους ειδικούς.
Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature.
Πηγή: Vita