Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια στις διαπραγματεύσεις για το Brexit ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τώρα απειλεί να αποτελέσει την αφορμή για νέα ένταση στις ευρωβρετανικές σχέσεις, στα όρια ακόμη και ενός εμπορικού πολέμου. Ο λόγος για το διαβόητο «ιρλανδικό πρωτόκολλο» που αποδείχτηκε ένα από τα διαφιλονικούμενα ζητήματα στις διαπραγματεύσεις.
Τι είναι το «ιρλανδικό πρωτόκολλο»
Όταν το 1998 υπογράφτηκε η ειρηνευτική συμφωνία στη Βόρεια Ιρλανδία και μπήκε τέλος σε μια μακρά και πολύνεκρη ιστορία ένοπλων συγκρούσεων, μία από βασικές προβλέψεις ήταν ότι ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας δεν θα υπάρχει ένα «σκληρό» σύνορο.
Ο λόγος ήταν προφανής: η ελεύθερη και εύκολη επικοινωνία και οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές θεωρήθηκαν ως ένα υποκατάστατο του ιστορικού αιτήματος του IRA, του Sin Fein και συνολικά του Ρεπουμπλικανικού κινήματος για μια ενιαία Ιρλανδία.
Το γεγονός ότι τόσο η Ιρλανδία όσο και η Μεγάλη Βρετανία ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκόλυνε αυτή τη διαρρύθμιση, εφόσον ούτως ή άλλως η Ενιαία Αγορά εξασφάλιζε ένα «σύνορο χωρίς τριβές».
Όμως, τα πράγματα άλλαξαν όταν ξεκίνησε η διαδικασία του Brexit. Ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίστηκε ένα κανονικό σύνορο. Αυτό δεν αφορούσε μόνο ζητήματα συνοριακών ελέγχων αλλά και ζητήματα που αφορούσαν τη διακίνηση των προϊόντων, όχι μόνο ως προς τους δασμούς και την ανάγκη εκτελωνισμών αλλά και παραμέτρους όπως τους κτηνιατρικούς ελέγχους.
Η Μεγάλη Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον δεν μοιράζονται το ίδιο ρυθμιστικό πλαίσιο για τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, ή για ζητήματα όπως η χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία ή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η Βρετανία είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει να υιοθετεί πλήρως το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο, όμως επέλεξε να μην το κάνει, γιατί έδωσε μεγαλύτερη προτεραιότητα στο να έχει πιο γρήγορα μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τις ΗΠΑ.
Αυτό σήμαινε, όμως, των πραγμάτων αυτό που στη Βρετανία περιγράφηκε ως «ένα σύνορο στην Ιρλανδική θάλασσα», δηλαδή συνοριακές πρακτικές ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και την Βόρεια Ιρλανδία ώστε να έχουν προηγηθεί οι έλεγχοι, να μην χρειάζεται να γίνουν στο σύνορο Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας και να διατηρείται το «χαλαρό» σύνορο που προβλέπει η ειρηνευτική συμφωνία.
Αυτές ακριβώς ήταν οι προβλέψεις του Ιρλανδικού Πρωτοκόλλου, που ήταν ένα από τα τελευταία ζητήματα που χρειάστηκε να επιλυθούν στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και η βρετανική πλευρά.
Οι πιο μεγάλες αντιρρήσεις προέρχονταν από την βρετανική πλευρά και ιδίως τους Προτεστάντες της Βόρειας Ιρλανδίας που παραδοσιακά επιμένουν στη διατήρηση της ένωσης με τη Μεγάλη Βρετανία. Ο φόβος τους ήταν και είναι ότι το «παράδοξο» να είναι χαλαρό το σύνορο με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και την ίδια στιγμή να υπάρχει ένα «εσωτερικό» σύνορο εντός Μεγάλης Βρετανίας, απλώς αποτελούσε ένα ακόμη βήμα προς την πραγματοποίηση του ιστορικού στόχου των Καθολικών για ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Οι εκλογές στη Βόρεια Ιρλανδία και η πρωτοβουλία της Λιζ Τρας
Όλο αυτό το διάστημα υπήρξε αρκετή αντίδραση στο Ιρλανδικό Πρωτόκολλο κυρίως από τη μεριά των Προτεσταντών. Μάλιστα, στις πρόσφατες εκλογές για το τοπικό κοινοβούλιο όπου πρώτη δύναμη αναδείχτηκε το Σιν Φέιν, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα των Προτεσταντών είχε αναδείξει το ζήτημα σε βασική αιχμή.
Οι «Ενωτικοί» είναι παραδοσιακοί σύμμαχοι των Συντηρητικών στη Βρετανία και αυτό εξηγεί γιατί πάντα τα αιτήματά τους βρίσκουν ευήκοα ώτα σε τμήμα τους. Βεβαίως την ίδια στιγμή, ήταν ο Μπορίς Τζόνσον που επέλεξε να το ενσωματώσει στη συμφωνία, κυρίως γιατί ήθελε πάση θυσία να εξασφαλίσει μια συμφωνία για το Brexit.
Παρά την ήττα τους στις εκλογές οι Ενωτικοί αποφάσισαν να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση, ανακοινώνοντας ότι αρνούνται να επιστρέψουν στην τοπική κυβέρνηση που στηρίζεται σε έναν μηχανισμό όπου την εκπροσώπηση μοιράζονται οι δύο κοινότητες, μέχρις ότου καταργηθεί το Ιρλανδικό Πρωτόκολλο.
Στον απόηχο των εκλογών στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου ηττήθηκαν οι Ενωτικοί, ήταν η σειρά της Βρετανίδας υπουργού Εξωτερικών Λιζ Τρας, η οποία μάλιστα έχει και φιλοδοξίες να διαδεχτεί τον Μπορίς Τζόνσον στην ηγεσία των Συντηρητικών, να ανοίξει το θέμα.
Υποστήριξε έτσι ότι προετοιμάζει νομοσχέδιο που θα επιφέρει αλλαγές στο Πρωτόκολλο. Ως δικαιολογία για τις αλλαγές επικαλέστηκε το γεγονός ότι «δεν έχει επαρκή υποστήριξη από ένα μέρος της κοινότητας της Βόρειας Ιρλανδίας». Υποστήριξε ότι ζητήματα όπως οι κτηνιατρικοί έλεγχοι και άλλοι κανονισμοί της ΕΕ δεν επιτρέπουν να περικοπεί η φορολογία και ότι υπονομεύεται η σχέση ανάμεσα στη Βρετανία και την Βόρεια Ιρλανδία.
Αυτό που πρότεινε ήταν ουσιαστικά τα προϊόντα που φτάνουν στη Βόρεια Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία να χωριστούν σε ένα «πράσινο κανάλι» που θα περιλαμβάνει αυτά που δεν πρόκειται μετά να πάνε στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και ένα «κόκκινο κανάλι» που θα αφορά αυτά που θα καταλήγουν νοτιότερα των συνόρων. Όπως, υποστήριξε διαμορφώνεται ένα δυαδικό ρυθμιστικό πλαίσιο, έτσι ώστε να διατηρείται η ειδική σχέση με την ΕΕ την ώρα που θα μπορεί όντως η Βόρεια Ιρλανδία να είναι τμήμα της ενιαίας αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Βρετανίδα ΥΠΕΞ Λιζ Τρας
Η ευρωπαϊκή αντίδραση
Όπως ήταν αναμενόμενο η πρόταση αυτά προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό γιατί εκ των πραγμάτων αυτό αποτελεί σημαντική τροποποίηση του Ιρλανδικού Πρωτοκόλλου και διαμορφώνει ερωτήματα για το εάν θα υπάρχουν οι απαραίτητοι έλεγχοι και προϋποθέσεις στα βρετανικά προϊόντα που θα φτάνουν στη Βόρεια Ιρλανδία και μετά θα μπορούν να πάνε και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι μία βασική πλευρά των διαπραγματεύσεων για το Brexit ήταν η εξασφάλιση ότι ναι μεν θα υπάρχει μια βιώσιμη εμπορική σχέση ανάμεσα στην ΕΕ και τη Βρετανία, αλλά αυτή η σχέση προφανώς και δεν θα είναι μια σχέση «ενιαίας αγοράς», εφόσον αυτό ακριβώς αποφάσισαν οι Βρετανοί να απεμπολήσουν με την επιλογή της ρήξης.
Επομένως έστω και στην περιορισμένη κλίμακα της Βόρεια Ιρλανδίας είναι πολύ δύσκολο για την ΕΕ να αποδεχτεί ότι οι Βρετανοί θα εξασφαλίσουν μια παράκαμψη των ελέγχων που είναι μια βασική συνέπεια του Brexit. Για αυτό και η αντίδραση ήταν ότι κάτι τέτοιο θα έχει συνέπειες και θα θέσει σε κίνδυνο τη συνολική εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και τη Μεγάλη Βρετανία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης έκανε σαφές ότι σε αυτή τη φάση δεν μπορεί εύκολα να κάνει παραχωρήσεις. Η συμφωνία με την Βρετανία ήταν αποτέλεσμα μιας πολύ δύσκολης διαδικασίας και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών δεν επιθυμούν να κάνουν νέα διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό και υπογράμμισαν ότι εάν υπάρξουν μονομερείς βρετανικές κινήσεις, θα υπάρξουν αντίποινα.
Η αναζήτηση συμβιβασμού
Το ερώτημα είναι εάν η βρετανική κυβέρνηση θα επιμείνει να εγείρει το ζήτημα, με όλους τους κινδύνους που υπάρχουν και με το βλαμμένο στραμμένο κυρίως προς τη διατήρηση των καλών σχέσεων με τους Ενωτικούς και το εσωτερικό ακροατήριο, ή θα επιδιώξει μια καλύτερη συνεννόηση με τις Βρυξέλλες σε θέματα που μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος, όπως είναι η υπάρχουσα ρύθμιση για τους «έμπιστους εμπορευόμενους», δηλαδή αυτούς που δεσμεύονται ότι τα προϊόντα τους δεν θα καταλήξουν νοτιότερα των συνόρων ή η παγίωση της περιόδου χάριτος που είχε δοθεί για ορισμένα προϊόντα. Δύσκολα, όμως θα αναιρεθούν οι έλεγχοι στα τρόφιμα όσο η βρετανική κυβέρνηση δεν επιλέγει να εναρμονιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.