Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ έθεσε σήμερα το πλαίσιο για την αλλαγή στρατηγικής της ΕΚΤ και την ευθυγράμμισή της με αυτή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed).
Η ΕΚΤ αναμένεται ευρύτερα να ακολουθήσει τα χνάρια της Fed, η οποία ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι θα έχει ως στόχο ένα πληθωρισμό 2% κατά μέσο όρο, ώστε οι περίοδοι με πολύ μικρή αύξηση των τιμών να ακολουθούνται από περιόδους με ταχύτερες αυξήσεις τους, και αντίστροφα. «Αν είναι αξιόπιστη, μία τέτοια στρατηγική μπορεί να ενισχύσει τη δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής να σταθεροποιεί την οικονομία, όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με το χαμηλότερο δυνατό επιτόκιο (lower bound)», είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ.
Αντίθετα με τη Fed, η οποία έχει μία διπλή εντολή για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής απασχόλησης και σταθερών τιμών, ο μοναδικός στόχος της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών σε έναν μη καθορισμένο «μεσοπρόθεσμο» ορίζοντα. Η Λαγκάρντ, όμως, χαρακτήρισε αυτή την εντολή «ιεραρχική», υποστηρίζοντας ότι ένας ευέλικτος ορισμός του μεσοπρόθεσμου ορίζοντα επιτρέπει στην ΕΚΤ να αποφεύγει τη σύσφιξη της πολιτικής και «να περιορίζει αχρείαστα τις θέσεις απασχόλησης και την ανάπτυξη» στην περίπτωση ενός προσωρινού σοκ. Από την άλλη πλευρά, πρόσθεσε ότι η συνεχής αδυναμία της ΕΚΤ να επιτύχει τον στόχο για τον πληθωρισμό μπορεί να τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές προσδοκίες και για τον λόγο αυτό «ζητά έναν μικρότερο ορίζοντα πολιτικής».
Και τα δύο αυτά επιχειρήματα σημαίνουν ότι η ΕΚΤ πρέπει να συνεχίσει ή ακόμη και να ενισχύσει την επιθετική νομισματική πολιτική της, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να μην επιτύχει τον στόχο τα επόμενα χρόνια. Η Λαγκάρντ πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ πρέπει να παρακολουθεί το κόστος στέγασης, το οποίο έχει αυξηθεί στις πλουσιότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία, και να συμπληρώνει την ανάλυσή της με δείκτες του δομικού πληθωρισμού και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Μιλώντας στην ίδια εκδήλωση με τη Λαγκάρντ, ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Μπούντεσμπανκ) Γενς Βάιντμαν φάνηκε να διαφωνεί με μία πολύ φιλόδοξη επανεξέταση της πολιτικής της ΕΚΤ. «Θα πρέπει επίσης να προσέξουμε πώς ερμηνεύουμε την εντολή μας. Όσο ευρύτερα την ερμηνεύουμε, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να εμπλακούμε με την πολιτική και να φορτωθούμε με πάρα πολλά καθήκοντα», είπε.