Την φρίκη και τον τρόμο ζούσε όπως φαίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες η 59χρονη, θύμα γυναικοκτονίας στη Δράμα.
Η 59χρονη έπεσε νεκρή από τα χέρια του εν διαστάσει συζύγου της τη Δευτέρα, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Πρόκειται για το τέταρτο θύμα γυναικοκτονίας στην Ελλάδα για το 2022, για ακόμη μια γυναίκα που δολοφονείται από τον σύντροφό της.
Φοβόταν για τη ζωή της
Το ζευγάρι αν και ήταν σε διάσταση συνέχιζε να ζει μαζί, ενώ το μακάβριο θέαμα αντίκρισε η κόρη του όταν λίγο μετά τις 8:00 το πρωί πήγε στο σπίτι των γονιών της καθώς η μητέρα της δεν απαντούσε στο τηλέφωνο.
Οι γείτονες και οι χωριανοί του ζευγαριού, μιλούν για ένα ζευγάρι που δεν τσακωνόταν και δεν είχε προβλήματα.
Ωστόσο, όπως ανέφερε δημοσιογράφος του Alpha, επικαλούμενος τη μαρτυρία μιας φίλης του θύματος, η άτυχη γυναίκα φέρεται να είχε εξομολογηθεί το φόβο της ότι μπορεί ο σύζυγός της να τη σκοτώσει, επειδή, όπως αναφέρουν οι πρώτες πληροφορίες, ήθελε διαζύγιο. «Φοβάμαι μην πάρει καμιά μέρα το πιστόλι» φέρεται να είχε πει η 59χρονη στη φίλη της, σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ του Alpha.
- Διαβάστε επίσης: Συγκλονιστικές μαρτυρίες – Το χρονικό της φρίκης
«Κάποιοι άνθρωποι που μένουν πιο κοντά μου είπαν ότι άκουσαν πυροβολισμό. Άλλοι λένε ότι τον άκουσαν στις 22:30, άλλοι λένε στις 23:00 αλλά μέχρι εκεί».
Το χρονικό της δολοφονίας
Ο 64χρονος πυροβόλησε το θύμα του δύο φορές στο στήθος με καραμπίνα και η γυναίκα έπεσε νεκρή στο σαλόνι του σπιτιού τους.
Σύμφωνα με τα όσα μετέφερε το Mega, έμεινε με το πτώμα όλο το βράδυ της Δευτέρας προς Τρίτη και τα ξημερώματα έδωσε τέλος στη ζωή του με το ίδιο όπλο.
Μία από τις κόρες του ζεύγους ανησύχησε ότι η μητέρα της δεν πήγε για να παραλάβει τα εγγόνια της για να τα πάει σπίτι, όπως συνήθιζε, και πήγε στο σπίτι περί τις 08:30 της Τρίτης.
Όταν άνοιξε την πόρτα βρήκε τα πτώματα της μητέρας και του πατέρα της.
Έβαλε τις φωνές, όπως είναι φυσικό, και στο σημείο έτρεξαν γείτονες που κάλεσαν την αστυνομία αλλά και γιατρούς.
Είχαν καβγά και την πυροβόλησε
Σύμφωνα με πληροφορίες, αργά το βράδυ της Δευτέρας το ζευγάρι είχε έναν έντονο καβγά. Η κατάσταση ξέφυγε και ο 64χρονος άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας θανάσιμα τη σύζυγό του. Ο δράστης έμεινε δίπλα στη νεκρή γυναίκα του για αρκετές ώρες και κάποια στιγμή αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του, στρέφοντας το όπλο προς τον εαυτό του.
«Η γυναίκα κοιτούσε τα εγγόνια της και με τον Τάσο μιλούσαμε συχνά όταν περνούσε από εδώ. Δεν ακούσαμε ούτε πυροβολισμούς, ούτε φασαρία μέχρι αργά το βράδυ. Παλαιότερα είχα ακούσει ότι ήθελαν να χωρίσουν. Το συμπέρασμα που βγάζω τώρα είναι ότι δεν ήθελε αυτός να τον αφήσει», είπε στο protothema.gr, γειτόνισσα της οικογένειας.
Η ίδια περιγράφει τον δράστη ως έναν ήρεμο άνθρωπο και καθόλου οξύθυμο. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έκανε αυτό, πως βρήκε την δύναμη να σκοτώσει την γυναίκα του. Είμαι συντετριμμένη και από το πρωί δεν μπορώ να ησυχάσω. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα έκανε κάτι τέτοιο. Άμα κλείσει η πόρτα δεν ξέρεις τι γίνεται μέσα στο σπίτι του καθένα. Εμείς δεν βλέπαμε κάτι, δεν ακούγαμε κάτι και λέγαμε ότι ήταν όλα καλά», αναφέρει η γειτόνισσα του ζευγαριού.
«Άκουγα να λέει »βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια» και έτρεξα να δω»
Στο μεταξύ, ξαδέλφη του δράση μίλησε στην εκπομπή του Mega «Live News» και είπε: «Για σκεφτείτε ένα παιδί να δει τους γονείς του σε μια τέτοια κατάσταση, νομίζω ότι είναι μόνο και στο άκουσμα τραγικό. Ξέρω βέβαια ότι κρατούσαν τα παιδιά επειδή πήγαινε στη δουλειά το κορίτσι, από εκεί και πέρα προφανώς δεν εμφανίστηκαν το πρωί και ανησύχησε, να δει τι έγινε».
«Έμεναν απλά στο ίδιο σπίτι, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Δεν μπορώ να ξέρω τι μεσολάβησε, γιατί της είχε δώσει χρήματα πριν από δυο-τρεις μέρες που θα έφευγε από το σπίτι. Προφανώς το μερίδιο του σπιτιού, 20.000 ευρώ», ανέφερε η ξαδέλφη του 64χρονου για το ζευγάρι, το οποίο φαίνεται ότι βρισκόταν σε διάσταση τα τελευταία δύο με τρία χρόνια, αν και ζούσαν στο ίδιο σπίτι, χωρίς να ξέρει κανείς από το χωριό τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη σχέση τους.
Από την πλευρά της, μία κάτοικος της περιοχής και γειτόνισσα του ζευγαριού περιέγραψε τη στιγμή που η κόρη τους τούς βρήκε νεκρούς. «Άκουσα να λέει »βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια» και έτρεξα, και τι να δω… Είπα να φέρω γιατρό, αλλά εκείνος μου είπε πως δεν είναι δικιά μας δουλειά, αλλά της Αστυνομίας. Είδα την κόρη πεσμένη…».