Φωτιά έχουν πάρει οι τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας της Ε.Ε. και της χώρας μας εξαιτίας της έκρηξης του κόστους αγοράς ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούν οι ηλεκτροπαραγωγοί για τις μονάδες τους αλλά και των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Την ίδια στιγμή, λόγω της χαμηλής διείσδυσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και της εξάρτησης της διαθέσιμης ισχύος τους από τις καιρικές συνθήκες, οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ευμετάβλητες απέναντι σε κάθε παράγοντα.
Τις τελευταίες εβδομάδες οι χρηματιστηριακές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της Ε.Ε. κυριολεκτικά φλέγονται… Βρίσκονται σε επίπεδα τιμών που κυμαίνονται από 86 μέχρι και 108 ευρώ ανά Μεγαβατώρα και είναι υψηλότερες έως και 60% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή σεζόν. Όπως φαίνεται από τον χάρτη που δημοσιεύει ο O.T. και αφορά στις εκτιμήσεις των σημερινών τιμών των χρηματιστηριακών αγορών «επόμενης μέρας – day ahead» που συγκεντρώνει η πλατφόρμα «EnergyLive», οι χώρες της Ε.Ε. είναι βαμμένες στα χρώματα του πορτοκαλί και του κόκκινου. Η χαμηλότερη ξεκινά από τα 86,13 ευρώ ανά Μεγαβατώρα στην Ελβετία και φτάνει μέχρι τα 108,46 ευρώ ανά Μεγαβατώρα σε Ρουμανία και Ουγγαρία. Η μέση χονδρεμπορική τιμή στην Ελλάδα είναι στα 101,82 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Η χώρα μας αν και έχει την τέταρτη υψηλότερη χρηματιστηριακή τιμή ρεύματος, εντούτοις δεν ακολουθεί μία πορεία που να φανερώνει ακραίες συνθήκες στην αγορά της.
Το υγρό πυρ του πετρελαίου και του φυσικού αερίου
Γιατί, όμως, οι τιμές χονδρεμπορικής του ηλεκτρικού ρεύματος ακολουθούν αυτήν την ανοδική τροχιά σε σχέση με πέρυσι ή συγκριτικά με τις αρχές της χρονιάς;
Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς και έμπειρα στελέχη εταιριών ηλεκτρικής ενέργειας, η άρση των περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας που είχαν επιβληθεί σε όλη την Ευρώπη για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού έφερε πάλι τα θετικά πρόσημα στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Δηλαδή η επαναλειτουργία οικονομικών δραστηριοτήτων είχε σαν αποτέλεσμα την κατανάλωση μεγαλύτερων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας.
Ταυτόχρονα, τα… πάνω του πήρε και το αργό πετρέλαιο, που πέρυσι είχε φτάσει να πωλείται ακόμη και με αρνητικές τιμές. Ήδη, όπως έγραψε και χθες ο Ο.Τ., το μπρεντ έχει εκτοξευτεί στα 75 δολάρια το βαρέλι, στα υψηλότερα επίπεδα της διετίας.
Το πετρέλαιο συμπαρασύρει και το φυσικό αέριο με τις τιμές του επίσης σύμφωνα με τον κόμβο TTF να έχουν εκτοξευτεί στα 31,5 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, έχοντας ανέβει πάνω από 50% σε σχέση με τις αρχές του εξαμήνου.
Τα καυτά δικαιώματα του CO2
Πετρέλαιο και φυσικό αέριο επηρεάζονται ως προς το κόστος τους και από το Χρηματιστήριο Εμπορίας των Ρύπων της Ευρώπης. Τα δικαιώματα για την αγορά CO2 ανέβηκαν στα 55 ευρώ ανά τόνο όταν στις αρχές του χρόνου κινούταν στα επίπεδα των 32 με 34 ευρώ ανά τόνο. Το ράλι των τιμών των ρύπων αποδίδεται στην απόφαση της Ε.Ε. να περιορίσει την κατανάλωση ρυπογόνων καυσίμων όπως είναι ο άνθρακας, ο λιγνίτης, το πετρέλαιο και λιγότερο το φυσικό αέριο. Οι στόχοι που έχουν τεθεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχουν οδηγήσει στα ύψη τις τιμές των ρύπων.
Η απουσία των ΑΠΕ
Στην Ευρώπη η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της σε ποσοστό 40% προέρχεται από μονάδες που καταναλώνουν ορυκτά καύσιμα. Είτε λιγνίτη, είτε άνθρακα είτε ακόμη και φυσικό αέριο. Άρα οι χρηματιστηριακές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας είναι επιρρεπείς στις μεταβολές των τιμών του Μπρεντ, του φυσικού αερίου και των δικαιωμάτων των ρύπων. Στο ενεργειακό μίγμα της Ε.Ε. για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας οι φθηνές ΑΠΕ έχουν ακόμη χαμηλό μερίδιο της τάξης του 35%. Οι ΑΠΕ επίσης, λόγω της απουσίας συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, δεν είναι διαθέσιμες κάθε ώρα. Γιατί άλλοτε φυσάει και λειτουργούν τα αιολικά πάρκα και άλλοτε επικρατεί άπνοια και σταματούν. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τον ήλιο και τα φωτοβολταϊκά. Ένα σύννεφο να περάσει ή ένα κύμα σκόνης είναι ικανά να διακόψουν την ηλεκτροπαραγωγή τις ώρες της ημέρας.
Η ελληνική περίπτωση
Στην Ελλάδα, πέραν των προαναφερόμενων γεγονότων στις αγορές του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η διατήρηση της συμμετοχής του λιγνίτη στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής και η κυριαρχία των μονάδων φυσικού αερίου ανεβάζουν το κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Τις τελευταίες ημέρες του καύσωνα, στη χώρα μας αναδεικνύεται και το έλλειμμα της ηλεκτροπαραγωγής, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τις λιγνιτικές μονάδες. Ήδη περίπου 1,1 GW έχουν αποσυρθεί. Απόφαση, βέβαια, η οποία ελήφθη μετά τις προβλέψεις για την άνοδο του κόστους των δικαιωμάτων CO2.
Ωστόσο, για να διατηρηθεί η επάρκεια ρεύματος, το ρόλο ανέλαβαν να σηκώσουν οι μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ και των ανεξάρτητων παραγωγών. Οι ΑΠΕ, όπως, συμβαίνει παγκοσμίως δεν είναι ικανές να διαθέτουν κάθε μέρα και κάθε ώρα την ισχύ τους.
Έτσι τις μέρες αυτές των υψηλών θερμοκρασιών η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας ημερησίως έχει εκτιναχθεί στις 177.215 Μεγαβατώρες. Ο ΑΔΜΗΕ για να καλύψει τη ζήτηση ωθήθηκε στο να βάλει ξανά σε λειτουργία τέσσερις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, εκ των οποίων η μία προ ωρών δεν άντεξε… Είναι στο φουλ η παραγωγή όλων των μονάδων φυσικού αερίου, ενώ για κακή τύχη… οι ΑΠΕ απουσιάζουν… Για την ακρίβεια λόγω της άπνοιας τα αιολικά δεν συμμετέχουν στην ηλεκτροπαραγωγή. Συμμετέχουν μόνο τα φωτοβολταϊκά και αυτά υπό τον κίνδυνο να μην είναι όλες τις ώρες διαθέσιμα εξαιτίας της αφρικανικής σκόνης που έχει απλωθεί.
Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας για σήμερα η συμμετοχή των φθηνότερων ΑΠΕ σε σχέση με τις άλλες μονάδες παραγωγής ανέρχεται μόλις στο 16%. Οι μονάδες φυσικού αερίου δίνουν το 48% της ηλεκτροπαραγωγής, ο λιγνίτης εκεί που ήταν μηδενικός συμμετέχει με 12%, τα υδροηλεκτρικά συμμετέχουν με μόλις 7% και οι εισαγωγές καλύπτουν το 17% της ηλεκτροπαραγωγής.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως τις μέρες του καύσωνα οι τιμές χονδρεμπορικής διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τα ακριβά καύσιμα του λιγνίτη και του φυσικού αερίου. Έτσι, για αυτό το λόγο η μέση τιμή χονδρεμπορικής χθες έκανε ρεκόρ φτάνοντας στα 128,15 ευρώ ανά Μεγαβατώρα και σήμερα εκτιμάται ότι θα είναι στα 101,82 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Πρέπει, όμως να σημειωθεί, όπως προαναφέρθηκε, πως ανάλογη πορεία ακολουθούν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές.
Πηγή: ΟΤ