
Έρευνα: Smartphone προβλέπουν έλλειψη ντοπαμίνης στην Πάρκινσον
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό NPJ Digital Medicine, φέρνει στο φως μια καινοτόμο προσέγγιση για την ανίχνευση της έλλειψης ντοπαμίνης στην ασθένεια Πάρκινσον (PD). Οι ερευνητές συνδυάζουν δεδομένα κίνησης από καθημερινά smartphone με καθιερωμένες κλινικές αξιολογήσεις, προσφέροντας μια υποσχόμενη λύση για προσβάσιμους και χωρίς ακτινοβολία ελέγχους.
Η σημασία της ντοπαμίνης στην Πάρκινσον
Η Πάρκινσον είναι μια νευροεκφυλιστική νόσος που πλήττει τις ντοπαμινικές οδούς στον εγκέφαλο, επηρεάζοντας τον συντονισμό και την εθελοντική κίνηση. Η έλλειψη ντοπαμίνης επιβεβαιώνεται σήμερα μέσω πολύπλοκων και συχνά δαπανηρών μεθόδων, οι οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνουν έκθεση σε ακτινοβολία.
Η χρήση της απεικόνισης με εκπομπή φωτονίων (SPECT) είναι κοινή για τη διάγνωση της ντοπαμίνης, καθώς μετρά την αναλογία δέσμευσης στον εγκέφαλο. Αυτή η αναλογία παρέχει πληροφορίες για την απώλεια ντοπαμινικών νευρώνων και σχετίζεται άμεσα με την κλινική εικόνα των ασθενών.
Η καινοτόμος προσέγγιση της έρευνας
Η νέα μελέτη εξετάζει αν τα δεδομένα που συλλέγονται από smartphones μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη της κατάστασης ντοπαμίνης και της αναλογίας δέσμευσης. Οι ερευνητές ανέλυσαν 93 ασθενείς με ή χωρίς Πάρκινσον, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε σάρωση DaT και αξιολόγηση μέσω smartphone. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μοντέλα μηχανικής μάθησης που βασίζονται σε δεδομένα smartphone πέτυχαν ποσοστό διάκρισης 80%, συγκρίσιμο με τα παραδοσιακά κλινικά μοντέλα.
Αυτός ο συνδυασμός δεδομένων από smartphones και κλινικών αξιολογήσεων μπορεί να προσφέρει μια οικονομικά προσιτή και εύκολα προσβάσιμη μέθοδο για την ανίχνευση ατόμων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για ανωμαλίες στις σάρωσεις DaT.
Συμπεράσματα και προοπτικές
Η έρευνα αυτή ανοίγει νέους δρόμους στην πρώιμη διάγνωση της Πάρκινσον και σχετικών καταστάσεων. Με την αύξηση της χρήσης ψηφιακών εργαλείων στην υγειονομική περίθαλψη, οι επιστήμονες ελπίζουν ότι αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να συμβάλλει στην έγκαιρη παρέμβαση και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Η ενσωμάτωσή τους στην καθημερινή κλινική πρακτική θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τη νόσο, καθιστώντας την παρακολούθηση και την πρόβλεψη πιο προσιτές και λιγότερο επεμβατικές.














