Η Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, που παραμένει σε εξέλιξη εδώ και πάνω από δύο αιώνες, αναδεικνύει τις συνεχείς προσπάθειες της Ελλάδας για την επανένωση αυτών των ανεκτίμητων έργων με το ιστορικό τους πλαίσιο, στον Παρθενώνα και την Ακρόπολη. Η διαδικασία αυτή, που έχει περάσει από πολλούς σταθμούς και έχει συνοδευτεί από διεθνείς κινητοποιήσεις και έντονες πολιτιστικές και νομικές συζητήσεις, παραμένει ζήτημα ηθικό, πολιτιστικό και ιστορικό, με την Ελλάδα να προσπαθεί να επαναφέρει τα γλυπτά στον τόπο τους.
Η ιστορία της κλοπής των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν το 1816, όταν τα αφαίρεσε από τον Παρθενώνα με την υποτιθέμενη άδεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έθεσε τις βάσεις για την σύγκρουση που ακολούθησε. Η νομιμότητα αυτής της πράξης και η ηθική διάσταση του ζητήματος παραμένουν το σημείο της; σύγκρουσης των δύο χωρών μέχρι και σήμερα. Παρά τις διαδοχικές προσπάθειες από την Ελλάδα για την επιστροφή των Μαρμάρων, το Βρετανικό Μουσείο έχει προβάλλει νομικές και διοικητικές αντιστάσεις, συνεχίζοντας να ισχυρίζεται ότι τα γλυπτά πρέπει να παραμείνουν στη συλλογή του.
Η πρώτη επίσημη ελληνική προσπάθεια για την επιστροφή των Γλυπτών έγινε το 1842, με την αίτηση του Αλέξανδρου Ραγκαβή, γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, και συνεχίστηκε με μια σειρά από εκκλήσεις και πολιτικές πιέσεις, όπως το αίτημα του 1924 και η κινητοποίηση του 1961, με κορύφωση τη δεκαετία του 1980 και τις προσπάθειες της Μελίνας Μερκούρη. Η Μερκούρη, ως υπουργός Πολιτισμού, ανέδειξε την πολιτιστική και ηθική διάσταση του ζητήματος σε διεθνές επίπεδο, καταφέρνοντας να φέρει το θέμα στο προσκήνιο, ενώ το 1982, η ομιλία της στην UNESCO και η πρώτη επίσημη αίτηση για την επιστροφή των Γλυπτών δημιούργησαν σοβαρές αντιδράσεις.
Η ένταση γύρω από το ζήτημα αναζωπυρώθηκε στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, με σημαντικές πολιτικές και νομικές κινήσεις, όπως η βοήθεια της Αμάλ Κλούνεϊ και της νομικής της ομάδας, οι οποίοι προσέφεραν τις νομικές τους συμβουλές για την επιστροφή των Γλυπτών μέσω διεθνών δικαστηρίων. Οι υποστηρικτικές φωνές για την επιστροφή τους συνεχώς αυξάνονται, με δηλώσεις από προσωπικότητες του διεθνούς χώρου, ενώ το 2009 το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης παρουσίασε τις συλλογές του, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα έχει τον κατάλληλο χώρο για την επανένωση των γλυπτών. Το γεγονός αυτό αφαίρεσε το τελευταίο επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου για την άρνηση της επιστροφής τους.
Η πολιτική διάσταση του ζητήματος αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς το θέμα εξελίχθηκε σε ένα ζήτημα εθνικής ταυτότητας για την Ελλάδα. Η πρόσφατη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ δείχνει ότι το θέμα συνεχίζει να έχει πολιτική και διεθνή διάσταση, με την Ελλάδα να επιμένει στην επιστροφή των Γλυπτών και την αναγνώριση της δικαιωματικής τους σύνδεσης με την Ακρόπολη. Ωστόσο, οι αντιστάσεις παραμένουν ισχυρές και η διεκδίκηση δεν έχει ακόμη καρποφορήσει.
Η προσπάθεια επιστροφής των Γλυπτών είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, που συνεχίζει να καθορίζει την πολιτιστική και πολιτική ατζέντα μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας, με πολλές διεθνείς φωνές να στηρίζουν την επιστροφή αυτών των ανεκτίμητων έργων στον τόπο από τον οποίο προέρχονται.
Εβίτα Χρυσολούρη