Mείωση της κατανάλωσης των τροφίμων (κρέας, ψάρι, λαχανικά, τυριά) καθώς και της ενέργειας στο σύνολο των νοικοκυριών και ιδίως των φτωχότερων, αποτυπώνουν τα βασικά συμπεράσματα της ενδιάμεσης έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για την απασχόληση και την οικονομία 2023. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στηνέκθεση, η μείωση της κατανάλωσης δεν στάθηκε ικανή να μειώσει τη δαπάνη των νοικοκυριών, η οποία, αντιθέτως, αυξήθηκε.
Αλλά και από το α’ τρίμηνο του 2023 κι έπειτα, η πραγματική κατανάλωση είναι ουσιαστικά στάσιμη λόγω του κύματος ακρίβειας που διάβρωσε την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η έκθεση του ΙΝΕ εκτιμά ότι η κατανάλωση δεν θα παρουσιάσει κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή το προσεχές διάστημα, εκτός κι αν γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις για μια ισχυρή αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Στο μακροοικονομικό πεδίο, η έκθεση δίνει έμφαση στον υψηλό πληθωρισμό των τροφίμων, την επιβράδυνση του ΑΕΠ αλλά και στις δυσκολίες που συνοδεύουν τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία , ανάμεσα στις οποίες είναι η περιορισμένη προστασία για τους εργαζόμενους που θα πληγούν από τη μετάβαση.
Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του 2023 ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση στην κατηγορία «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» στην Ελλάδα ήταν ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας κατέγραψε συνολικό πληθωρισμό οριακά υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ-27. Ο υψηλός τιμάριθμος στη συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών συνεχίζει να περιορίζει την αγοραστική δύναμη, ειδικά των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, τα οποία είναι αναγκασμένα είτε να αυξήσουν περισσότερο τις δαπάνες τους για να διατηρήσουν την κατανάλωσή τους είτε, εφόσον δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις, να περιορίσουν την κατανάλωσή τους, γεγονός που συνιστά υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Μπορεί οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού – επισημαίνεται στην έκθεση – σε συνδυασμό με τα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κύματος ακρίβειας να περιόρισαν ως έναν βαθμό τις αρνητικές πιέσεις που άσκησε ο πληθωρισμός στην κατανάλωση κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, ωστόσο δεν ήταν επαρκή ώστε να αποτρέψουν την επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου, όπως καταγράφεται στις μεταβολές της ποσότητας των βασικών αγαθών που καταναλώθηκαν.
Μεταξύ 2021 και 2022 τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη μείωσαν τη μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που κατανάλωσαν (θέρμανση κύριας κατοικίας, υγραέριο, ηλεκτρισμός), όμως η δαπάνη τους αυξήθηκε υπέρμετρα σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά. Στο ίδιο διάστημα, τα νοικοκυριά χαμηλής και μεσαίας δαπάνης περιόρισαν δραστικά την ποσότητα λαχανικών, ψαριών και ζυμαρικών που κατανάλωσαν, αλλά η δαπάνη τους σε αυτά τα προϊόντα αυξήθηκε σημαντικά, τάση που ήταν πιο έντονη στα φτωχότερα νοικοκυριά. Σε βασικά αγαθά, όπως το ψωμί, τα φτωχότερα νοικοκυριά δεν είχαν τη δυνατότητα να περιορίσουν την ποσότητα που κατανάλωσαν, επομένως επιβαρύνθηκαν περισσότερο.
Μεγάλη ήταν η πτώση στην ποσότητα κρέατος που καταναλώθηκε σχεδόν για το σύνολο των νοικοκυριών, ενώ ιδιαίτερα άνιση ήταν η επίδραση του πληθωρισμού στην κατανάλωση τυριού.