Ο καρκίνος αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία θανάτου και νοσηρότητας στην Ευρώπη, με περισσότερα από 3,7 εκατομμύρια νέα περιστατικά και 1,9 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο.
Η γνώση του καρκίνου έχει βελτιωθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, φέρνοντας τουλάχιστον 260 νέες φαρμακευτικές προσεγγίσεις που βελτιώνουν δραστικά το θεραπευτικό αποτέλεσμα ελπίζοντας ότι στο άμεσο μέλλον, ο καρκίνος θα μετεξελιχθεί σε μια ιάσιμη ασθένεια.
Οι τελευταίες ανακαλύψεις έχουν αποκαλύψει ότι ο καρκίνος δεν είναι μία αλλά τουλάχιστον 200 διαφορετικές ασθένειες, χωρίς να συνυπολογίζονται οι σπάνιες μορφές του. Και ακόμη, ότι η διαφοροποιήσεις της κάθε μορφής καρκίνου εμφανίζονται ακόμη και μεταξύ των ασθενών που πάσχουν από τον ίδιο τύπο κακοήθειας.
Τα δεδομένα αυτά οδηγούν στην ανάγκη για προσαρμογή της περίθαλψης των καρκινοπαθών στα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενή, δημιουργώντας το πεδίο για την ανάπτυξη της εξατομικευμένης ιατρικής και της ιατρικής ακριβείας προκειμένου να προσδιοριστεί το θεραπευτικό σχήμα, προσωπικά για τον κάθε ασθενή.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν στη διάρκεια διαδικτυακής επιστημονικής εκδήλωσης που οργάνωσε η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ) με θέμα την ιατρική ακριβείας και την αξία των βιοδεικτών.
Χαιρετίζοντας την εκδήλωση, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) Ολύμπιος Παπαδημητρίου επεσήμανε πως η ιατρική ακριβείας έχει στενότερες ενδείξεις, με στόχο την εφαρμογή θεραπειών μόνο στις ομάδες ασθενών που είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν καλά στη θεραπεία. Ακόμη, έχει στοχευμένη προσέγγιση και μέσω αυτής, προσφέρει κοινωνικοοικονομικά οφέλη μειώνοντας τα ποσοστά νοσηλείας, επιβραδύνοντας την εξέλιξη της νόσου και περιορίζοντας την επίπτωση της νόσου στην παραγωγικότητα των ασθενών, επιτρέποντας πιο αποτελεσματική χρήση των πόρων.
Που βοηθούν
Η αυξημένη χορήγηση θεραπειών ακριβείας μπορεί να μειώσει τον αντίκτυπο της θεραπείας του καρκίνου στους προϋπολογισμούς υγειονομικής περίθαλψης. Ενώ το κόστος της αρχικής διάγνωσης και των δοκιμών για την επιλογή της θεραπείας είναι υψηλότερο, οι βιοδείκτες μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό ασθενών που είναι πιθανότερο να ανταποκριθούν σε μια δεδομένη θεραπεία, μειώνοντας τις περιττές δαπάνες για θεραπείες για ασθενείς που δεν θα επωφεληθούν.
Οι βιοδείκτες είναι απαραίτητα εργαλεία για τη διάγνωση και τη θεραπεία ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, για διάφορους λόγους: μπορούν να παράσχουν διαγνώσεις ακριβείας και να εντοπίσουν τους ασθενείς που δεν θα ανταποκριθούν σε μια θεραπεία, καθοδηγώντας έτσι την επιλογή της βέλτιστης θεραπείας. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην πρόβλεψη και την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και στον εντοπισμό ασθενών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μιας δεδομένης νόσου. Χαρακτηριστικό της χρησιμότητας των βιοδεικτών αποτελούν οι κλινικές μελέτες της ογκολογίας που το 2018 το 55% των ογκολογικών κλινικών μελετών χρησιμοποιούσαν βιοδείκτες, έναντι ποσοστού 15% το 2000.
Ο κ. Παπαδημητρίου, αναφερόμενος στα δεδομένα της χώρας μας, σημείωσε ότι έχουμε πάνω από 60.000 ασθενείς με καρκίνο, όμως η πρόσβασή τους σε νέες θεραπείες ιατρικής ακριβείας, εμφανίζει προβλήματα, επειδή δεν υπάρχει ενιαίος τρόπος αποζημίωσης και υπάρχουν καθυστερήσεις αξιολόγησης από τις επιτροπές Αξιολόγησης και Διαπραγμάτευσης και η ένταξή τους στη θετική λίστα ξεπερνά τις 180 ημέρες από την κατάθεση του φακέλου.
Ταυτόχρονα όμως, χρειάζεται επικαιροποίηση της λίστας με τους βιοδείκτες που αποζημιώνονται, αλλά και της νομοθεσίας για την συνεχή αποζημίωση των βιοδεικτών, ο προσδιορισμός προϋπολογισμού αποζημίωσης των βιοδεικτών που να ανταποκρίνεται στις τρέχουσες ανάγκες και η διασφάλιση της ποιότητας των αποτελεσμάτων των βιοδεικτών, αναφέρει το in.gr
Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
Tα προβλήματα αυτά δεν εντοπίζονται μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες καθυστερούν σημαντικά στην έγκριση των θεραπειών αυτών πολλά χρόνια μετά την έγκρισή τους από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Νικόλα Νορμάννο, πρόεδρο του Διεθνούς Δικτύου Ποιότητας για την Παθολογία. Έρευνα που διενεργήθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με τη συμμετοχή και του Συνδέσμου των Ευρωπαϊκών Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA), έδειξε ότι στη χώρα μας, υπάρχει καλή πρόσβαση σε εργαστήρια, όμως υπάρχουν οικονομικοί περιορισμοί και αυξημένες ιδιωτικές δαπάνες που καλείται να καλύψει ο ασθενής.
Από τα 37 φάρμακα που έχει εγκρίνει ο ΕΜΑ, πρόσβαση έχουν οι Έλληνες ασθενείς στα 26, έναντι του μέσου όρου των 29 φαρμάκων στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, η πρόσβαση είναι ταχύτερη στην Ελλάδα, σε 385 μέρες από την έγκριση του ΕΜΑ, έναντι 452 ημερών που αποτελούν τον μέσο όρο της Ευρώπης.
Σε ότι αφορά την αποζημίωση, από τις 26 διαθέσιμες θεραπείες στην Ελλάδα, αποζημιώνονται μόνο οι 19, έναντι 22 κατά μέσο όρο στην Ευρώπη.
Σε γενικές γραμμές το επίπεδο αποζημίωσης σε φάρμακα ιατρικής ακριβείας για τον καρκίνο στην Ελλάδα, είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ευρώπης, και η κάλυψη από το δημόσιο σύστημα περίθαλψης αποδεικνύεται ανεπαρκής, ενώ παράλληλα και η αποζημίωση καθυστερεί σημαντικά.
Όσον αφορά τους βιοδείκτες, η σχετική έκθεση επισημαίνει τους περιορισμούς χρηματοδότησης στη διενέργεια εξετάσεων βιοδεικτών, σημειώνοντας παράλληλα πως υπάρχουν 15 μοριακά διαγνωστικά κέντρα, όμως μόνο το 60% αυτών μπορούν να εφαρμόσουν την νέα γονιδιακή αλληλούχιση, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 83%. Αυτό σημαίνει ότι μόλις το 1% των βιοψιών αναλύονται με νέα γονιδιακή αλληλούχιση, κυρίως λόγω περιορισμών στη χρηματοδότηση και αποζημιώνεται μόνο αν συνταγογραφηθεί. Επιπλέον όμως, οι παθολογοανατόμοι δεν μπορούν να ζητήσουν πρόσθετη εξέταση αν παρουσιαστεί κάτι που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Επίσης έχει καταγραφεί πως λιγότερα από 5 εργαστήρια έχουν πιστοποιηθεί κατά ISO. Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση από πλευράς πρόσβασης των ασθενών και ιδίως σε ότι αφορά τις τεχνολογικές δυνατότητες νέας γενιάς, την ύπαρξη εξειδικευμένων εργαστηρίων αλλά και την έλλειψη υποδομής κλινικής μεταφοράς δειγμάτων.
Κλείνοντας την εκδήλωση, η πρόεδρος της ΕΛΛΟΚ Καίτη Αποστολίδου, υπογράμμισε ότι στον καιρό της πανδημίας έχουμε υποστεί καθυστερήσεις στις νέες διαγνώσεις, αλλά και στις νέες θεραπείες και πρέπει να εφαρμόσουμε δράσεις ώστε να κερδίσουμε τον ενάμισυ χρόνο που χάσαμε.