Ένας τόπος γεμάτος μνήμες: αυτή είναι η αίσθηση που καταλαμβάνει όποιον επισκέπτεται τις φυλακές του Ωρωπού, καθώς συμπληρώνονται 54 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21η Απριλίου. Ούτε ο χρόνος που πέρασε από εκείνη την αποφράδα ημέρα, αλλά ούτε και οι πολλές «ταυτότητες» που απέκτησαν τα κτίρια αυτόν τον μισό και πλέον αιώνα μπορούν να ελαφρύνουν το ιστορικό βάρος του τόπου.
Ακόμη και τα ήρεμα νερά του Ευβοϊκού δεν είναι ικανά να ξεγελάσουν τον επισκέπτη. Ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί να τον ξεγελάσει η επιγραφή «Δημοτικό Ωδείο» που διακρίνεται από τον κεντρικό δρόμο. Περνώντας κανείς την πύλη, βρίσκεται στον χώρο που προαυλίζονταν πολιτικοί κρατούμενοι της χούντας των συνταγματαρχών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Μανώλης Γλέζος.
Και μπορεί σήμερα στον ίδιο χώρο να φιλοξενείται ένας παιδικός σταθμός ή ακόμη και πολιτιστικοί σύλλογοι, οι Ωρωπιώτες όμως είναι αποφασισμένοι να αποκαταστήσουν τη σχέση αυτού του τοπόσημου με την ιστορία του. «Έχει έρθει η στιγμή να πάρει τη θέση που του αξίζει. Να γίνει ένα σημείο αναφοράς που θα θυμίζει, θα διδάσκει και θα παραδειγματίζει τις επόμενες γενιές» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο δήμαρχος Ωρωπού Γιώργος Γιασημάκης.
Ο δήμαρχος αποκαλύπτει πως το όνειρο της απόδοσης του ιστορικού αυτού χώρου στην τοπική κοινωνία είναι τόσο παλιό σχεδόν όσο η μεταπολίτευση. Ήταν τελικά πέρυσι τον Ιούλιο όταν ο χώρος παραχωρήθηκε στον δήμο Ωρωπού. «Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη η χρηματοδότηση της μελέτης και της ανάπλασης του χώρου. Η πρόθεσή μας είναι να γίνει ένα μουσείο δημοκρατίας, ιστορίας και πολιτισμού» αναφέρει ο κ. Γιασημάκης. Ο ίδιος προθυμοποιείται να αναλάβει χρέη ξεναγού: «Αυτό ήταν το παλιό διοικητήριο των φυλακών. Εκεί ήταν το κελί του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και το κελί της απομόνωσης, το οποίο έχει διατηρηθεί σχεδόν όπως ήταν τότε» λέει δείχνοντας το κεντρικό κτίριο.
Το κελί της απομόνωσης είναι ένας χαμηλοτάβανος χώρος σε σχήμα «Γ» που δεν καταλαμβάνει παρά ελάχιστα τετραγωνικά. Το μοναδικό του φως έμπαινε από το παραθυράκι της βαριάς μεταλλικής πόρτας η οποία διατηρείται ως σήμερα. Στη θέση της βρίσκεται και η πόρτα του κελιού όπου κρατούνταν επτά κρατούμενοι και τώρα χρησιμοποιείται ως χώρος εκθέσεων. Ήταν το 1978, εξάλλου, τέσσερα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, όταν στον προαύλιο χώρο των φυλακών άρχισαν να πραγματοποιούνται συναυλίες μνήμης.
Η σχέση ωστόσο με τη μουσική δεν γεννήθηκε τότε. Το 1934, μόλις έναν χρόνο αφότου το «Αμαλίειο Ορφανοτροφείο», δωρεά του Ανδρέα Συγγρού στις αρχές του αιώνα, μετατράπηκε σε αγροτικές φυλακές, έγραψε ο ρεμπέτης Γιώργος Μπάτης το τραγούδι «Οι Φυλακές του Ωρωπού». Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο Μίκης Θεοδωράκης θα συνέθετε το «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό», αλλά και το «Διότι δεν συνεμορφώθην». Την αφορμή είχε δώσει η προσπάθεια του μουσικοσυνθέτη να αποστείλει επιστολή διαμαρτυρίας στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Η διοίκηση των φυλακών δέσμευσε την επιστολή προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι ο Μίκης Θεοδωράκης «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις».
Σε αυτή τη στενή σχέση θα γραφόταν ακόμη ένα κεφάλαιο: το τραγούδι «Σε πότισα ροδόσταμο» που έπαιξε ο Μανώλης Χιώτης με το μπουζούκι του στον μόλο της Σκάλας Ωρωπού στις 29 Μαρτίου του 1970 για να φτάσουν οι νότες με τη βοήθεια του ούριου ανέμου στα αυτιά των κρατουμένων. Ιδού πώς διηγείται ο ίδιος ο Θεοδωράκης το ιστορικό αυτό επεισόδιο στην αυτοβιογραφία του [«Το Χρέος, Αυτοβιογραφία, Τόμος Α ́ (τελευταία έκδοση: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011)]:
«Ωρωπός, ‘Ανοιξη 1970.
Η άνοιξη είναι αναποφάσιστη. Μια βρέχει, μια φυσά, μια κάνει λιακάδα. Σήμερα η μέρα είναι γιορτινή. Ο ήλιος λάμπει, η θάλασσα αστράφτει, τα πράσινα φύλλα ανατριχιάζουν. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ξεχυθήκαμε στον περίπατο πλάι στο σύρμα. Τα φέρι μπόουτ, κάτασπρα, έρχονται κατά πάνω μας λες και χορεύουν. Στα διακόσια μέτρα στρίβουν απότομα δεξιά και κρύβονται πίσω από το μόλο. Σήμερα δεν είχαμε «επισκέψεις». Μόνο μερικές παρέες στη μακρινή παραλία μάς κρυφοκοιτάζουν. Σιγά σιγά ο περίπατος αραιώνει. Όλοι μας νιώθουμε την ανάγκη να πλαγιάσουμε, να παραδοθούμε στη θαλπωρή αυτής της ανοιξιάτικης μέρας. Δεν θα ‘χα κοιμηθεί μισή ώρα όταν με ξύπνησαν.
“Στο μόλο μια παρέα τραγουδά τραγούδια σου και κοιτάζει κατά δώθε, θα ‘ναι τίποτα φίλοι σου”.
“Και οι φρουροί;”
“Φαίνεται πως τους αρέσει. Χαζεύουν”.
Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το «Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι». Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα.
Ο φρουρός σκύβει και μου λέει:
“Δικό σας είναι το τραγούδι, κύριε Μίκη;”
“Σαν ποιοι να ‘ναι;” με ρωτά ένας συγκρατούμενος.
“Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης”.
Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες, ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη. Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους. Σε λίγο ο ενωμοτάρχης θα τους πλησιάσει, θα τους ζητήσει τα χαρτιά τους και θα τους οδηγήσει στο διοικητήριο κι από κει στη Διοίκηση Χωροφυλακής στη Νέα Ιωνία. Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: Της παγωνιάς αετόπουλο / της ερημιάς γεράκι…
Ανατριχιάζω».
«Ο Χιώτης πέθανε το ίδιο βράδυ» υπενθυμίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Χριστόφορος Κουτσούρης, γέννημα – θρέμμα του Ωρωπού. «Στη μνήμη του θα φτιάξουμε μια βρύση» λέει ακόμη. «Ο περαστικός θα ξεδιψάει και πάνω στην πέτρα θα βλέπει τις νότες και τους στίχους του “Ροδόσταμου”».
Δραστήριο μέλος της κοινωνίας των πολιτών, ο Χριστόφορος Κουτσούρης ήταν από τους πρωτεργάτες στον αγώνα για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. «Εδώ έχουν έρθει νέοι απ’ όλον τον κόσμο» θυμάται. Η μνήμη του γυρίζει όμως ακόμη πιο πίσω όταν, ως παιδί, έβγαζε σε ένα κουρείο το χαρτζιλίκι του. Ακούγοντας κάποιους από τους πελάτες του κουρείου να μιλούν αρνητικά για τους πολιτικούς κρατούμενους, στο μυαλό του είχε πλάσει τέρατα. Η περιέργεια ωστόσο τον έσπρωξε να πάει στη μάντρα των φυλακών και να κοιτάξει μέσα από μια τρύπα. «Τους είδα να παίζουν με αυτοσχέδιες ρακέτες τένις αλλά χωρίς μπαλάκι. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να μετράνε πόντους και το κοινό να πανηγυρίζει πότε για τον έναν παίκτη και πότε για τον άλλον» διηγείται.
Η εικόνα αυτή άρχισε να ξεθωριάζει τόσο με τα χρόνια ώστε ο Χριστόφορος άρχισε να αμφισβητεί τη σχέση της με την πραγματικότητα. Μήπως ήταν δημιούργημα της παιδικής του φαντασίας; Την απορία θα του έλυνε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης σε μια από τις επισκέψεις του στις παλιές φυλακές διαβεβαιώνοντάς τον πως ο αγώνας τένις ήταν πραγματικό γεγονός. «Δεν μας έδιναν μπαλάκι οι φύλακες κι εμείς για να τους σπάσουμε τα νεύρα κάναμε πως παίζαμε κανονικά» του είχε πει γελώντας…