Διαφορές μεταξύ δύο υποτύπων χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας

Διαφορές μεταξύ δύο υποτύπων χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Ανατολικής Φινλανδίας, σε συνεργασία με διεθνείς επιστήμονες, ανακάλυψαν σημαντικές διαφορές στην ανάπτυξη και τη μοριακή δομή των δύο κύριων υποτύπων χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας (CLL). Τα αποτελέσματα της μελέτης, που δημοσιεύθηκαν στο PLOS ONE, υποδεικνύουν ότι οι μεταλλαγμένες και οι μη μεταλλαγμένες μορφές της CLL μπορεί να προέρχονται από διαφορετικά στάδια ανάπτυξης των Β-κυττάρων, προσφέροντας νέες γνώσεις για τους μηχανισμούς της νόσου και την ανακάλυψη βιοδεικτών.

Η φύση της CLL

Η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία είναι η πιο κοινή μορφή λευχαιμίας στους ενήλικες και χαρακτηρίζεται από την διαταραχή του περιφερειακού ανοσοποιητικού συστήματος λόγω της συσσώρευσης ανώμαλων Β-λεμφοκυττάρων. Η CLL διακρίνεται σε δύο υποτύπους: τον μεταλλαγμένο (M-CLL) και τον μη μεταλλαγμένο (UM-CLL), με βάση τη συχνότητα μεταλλάξεων στην περιοχή μεταβλητότητας της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών στα Β-κύτταρα. Ο UM-CLL είναι πιο επιθετικός και συνήθως έχει χειρότερη πρόγνωση σε σύγκριση με τον M-CLL.

Ανακαλύψεις και βιοδείκτες

Η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε μια μετα-ανάλυση δεδομένων από 116 ασθενείς και υγιή Β-κύτταρα δότριων, προκειμένου να εξερευνήσει τις ρίζες αυτών των υποτύπων. Τα Β-κύτταρα περνούν από διάφορα στάδια ανάπτυξης στον μυελό των οστών και στους λεμφικούς ιστούς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο M-CLL μοιάζει με τον υποτύπο μνήμης Β-κυττάρων που εξαρτάται από το γερμινικό κέντρο, ενώ ο UM-CLL αντικατοπτρίζει ένα πρώιμο ενδιάμεσο στάδιο του γερμινικού κέντρου.

Η μελέτη εντόπισε τρία γονίδια – LPL, ZNF667 και ZNF667-AS1 – ως υποσχόμενους βιοδείκτες για πιο ακριβή κατανομή των ασθενών με CLL. Αυτά τα γονίδια εμπλέκονται στη ρύθμιση της χοληστερόλης και στη μετατροπή επιθηλιακών-μεσενυμικών κυττάρων, διαδικασίες που μπορεί να συμβάλλουν στην πρόοδο και την επιθετικότητα της νόσου.

Συμπεράσματα και προοπτικές

«Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι και οι δύο υποτύποι CLL μπορεί να προέρχονται από Β-κύτταρα του γερμινικού κέντρου, αλλά αποκλίνουν σε διαφορετικά σημεία ανάπτυξης», δήλωσε ο Ahmed Mohamed, κύριος συγγραφέας της μελέτης. «Αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν πιο επιθετική νόσο από άλλους». Ο Δρ. Ola Grimsholm από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης πρόσθεσε ότι η ταυτοποίηση γονιδίων όπως το LPL και το ZNF667 μας παρέχει εργαλεία για πιο ακριβή μοριακή ταξινόμηση και πιθανές νέες θεραπευτικές στρατηγικές.

Επιπλέον, οι δύο υποτύποι CLL παρουσίασαν αλλαγές σε μονοπάτια που σχετίζονται με τη σήμανση νευροδραστικών υποδοχέων και την προσκόλληση κυττάρων, ενώ οι υποτύποι εμφάνισαν ειδικές διαφορές που αφορούσαν τον μεταβολισμό της χοληστερόλης (UM-CLL) και την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού και τη σήμανση των αιμοπεταλίων (M-CLL). Αυτές οι ανακαλύψεις ενισχύουν τη σύνδεση μεταξύ μεταβολικής ρύθμισης, ανοσοποιητικής σήμανσης και βιολογίας της λευχαιμίας.

Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Στοιχεία επικοινωνίας

Μέλος του emedia

© 2025 – ONCAMERA.gr