Την προσπάθεια της ΔΕΗ να καλύψει το αυξημένο κόστος διατήρησης των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023 με την στήριξη της Κομισιόν, επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της μελέτης επάρκειας του συστήματος που εκπόνησε για λογαριασμό της ο ΑΔΜΗΕ.
Ο Διαχειριστής διαπιστώνει την «τρύπα» που θα προκληθεί στο εθνικό ηλεκτρικό σύστημα από την εσπευσμένη απόσυρση των μονάδων, προκειμένου να στρώσει το χαλί και να στηρίξει στην ΕΕ, την προσπάθεια του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για ένταξη των μονάδων της εταιρείας σε ένα μηχανισμό στρατηγικής εφεδρείας. Το παράδοξο είναι ότι ο ΑΔΜΗΕ προχωρεί στην αιτιολόγηση των συμπερασμάτων αυτών, με την παραδοχή των καθυστερήσεων στους δύο δυνητικά πυλώνες του συστήματος που είναι οι ΑΠΕ και οι μονάδες φυσικού αερίου των ιδιωτών. Ας δούμε όμως ποια είναι τα δεδομένα των διεκδικήσεων της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού.
Η ΔΕΗ επιδιώκει να κρατήσει ζωντανές τις μονάδες έως το 2023 αλλά μέσα από ένα μηχανισμό αποζημιώσεων που θα της επιτρέψει να συνεχίσει ανεμπόδιστα την θετική πορεία εξυγίανσης, δίχως να «πνίγεται» από το κόστος των CO2 που έχουν σκαρφαλώσει στα 40 ευρώ ο τόνος.
Ούτε η κυβέρνηση αλλά ούτε και η διοίκηση θα επιθυμούσαν αυτή η πορεία να τεθεί σε κίνδυνο, σε μια περίοδο άλλωστε που η ΔΕΗ έχει ξεκινήσει την κούρσα των μεγάλων επενδύσεων στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Το θέμα των λιγνιτικών μονάδων βρέθηκε στην ατζέντα και της τελευταίας τηλεδιάσκεψης που πραγματοποιήθηκε με την επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού Μαγκρέτ Βεστάγκερ, και τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστα Σκρέκα.
Η σχετική μελέτη επάρκειας ισχύος (συμπληρωματική της μελέτης που κατήρτισε ο ΑΔΜΗΕ για την περίοδο 2020-2030), θα αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης από την Κομισιόν, με τις Βρυξέλλες να βάζουν ήδη πολλούς αστερίσκους.
Η άποψη της Κομισιόν όπως έχει μεταφερθεί στις ελληνικές αρχές είναι οι μονάδες που βγαίνουν σε εφεδρεία να προκύπτουν κατόπιν διαγωνιστικών διαδικασιών.
Μέχρι στιγμής κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος ιδιώτης θα επιθυμούσε να βγει κάποια μονάδα του εκτός (πλην ίσως του μικρού Ήρωνα). Κατά μία ερμηνεία, το ρόλο αυτό θα μπορούσε να επιτελέσει η βιομηχανία σε μια λογική μείωσης της κατανάλωσης, ανάλογη του μηχανισμού της διακοψιμότητας.
Τι αναφέρει η μελέτη επάρκειας: τα δύο σενάρια
Η μελέτη του ΑΔΜΗΕ για την απαλλαγή της ΔΕΗ από το λιγνίτη λαμβάνει υπόψη δύο σενάρια.
Το πρώτο «Σενάριο Αναφοράς» προβλέπει ότι οι μονάδες αποσύρονται το 2023, όπως άλλωστε είναι και το βασικό σχέδιο της απολιγνητοποίησης. Με το σενάριο αυτό η επάρκεια του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής κρίνεται εν γένει ικανοποιητική.
Θεωρείται ωστόσο ευάλωτη για το 2021, κατά το οποίο αποσύρεται λιγνιτική ισχύς, δίχως όμως να έχουν προστεθεί άλλες μονάδες στο σύστημα.
Όπως αναφέρεται, υπάρχει πιθανότητα το σύστημα παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς τις αιχμές φορτίου. Σε περίπτωση που τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας δεν αποδώσουν στο βαθμό που προβλέπεται στο ΕΣΕΚ, και η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξηθεί περισσότερο, ή δεν ενταχθούν εγκαίρως στο σύστημα οι προβλεπόμενες νέες μονάδες, η επάρκεια του συστήματος καθίσταται ιδιαίτερα ευάλωτη στις κλιματολογικές και υδρολογικές συνθήκες, και φαίνεται ότι ενδέχεται να υπάρχει αυξημένη πιθανότητα το σύστημα παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς τις αιχμές φορτίου κατά την περίοδο 2021-2023, σημειώνεται στη έκθεση.
Οι αναταράξεις της απόσυρσης
Πιο δραματικοί είναι οι τόνοι στο δεύτερο Σενάριο «Πρόωρης Απόσυρσης» λιγνιτικών μονάδων, με το οποίο η ΔΕΗ προτείνει την απόσυρση των μονάδων έως το τέλος του 2021.
Τότε όπως σημειώνει η μελέτη επάρκειας, οι επιπτώσεις στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής ενέχουν σοβαρούς κινδύνους κυρίως την διετία 2021-2022.
Όπως αναφέρεται, οι μοναδικές ενισχύσεις του συστήματος θα προέλθουν στα μέσα του 2022, με τη λειτουργία της νέας μονάδας φυσικού αερίου της «Μυτιληναίος» στη Βοιωτία και την ηλεκτρική διασύνδεση με τη Βουλγαρία.
Σύμφωνα με το newmoney.gr: Η εικόνα του συστήματος θα βελτιωθεί από τις αρχές του 2023, οπότε μπαίνει σε πλήρη λειτουργία και η νέα μονάδα “Πτολεμαΐδα 5”.
Ο ΑΔΜΗΕ συμπεραίνει ότι η απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής πρέπει να συμβαδίζει χρονικά με την ένταξη νέας ισχύος στο ηλεκτρικό σύστημα. Διαφορετικά, η επάρκεια θα είναι πλήρως εξαρτώμενη από τις κλιματολογικές και υδρολογικές συνθήκες αλλά και τις εισαγωγές ρεύματος από τις γειτονικές χώρες.
Εν γένει, φαίνεται ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα το σύστημα παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς τις αιχμές φορτίου, ενώ υπό ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες (π.χ υψηλή ζήτηση) υπάρχει κίνδυνος μη επαρκούς κάλυψης ακόμη και χαμηλότερων φορτίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής διακρίνεται από σημαντικούς παράγοντες αβεβαιότητας στην ένταξη νέων μονάδων στο σύστημα, είτε λόγω απρόβλεπτων δυσκολιών που μπορεί να ανακύψουν (π.χ αδειοδοτική διαδικασία), είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών βάσει των οποίων ελήφθη η επενδυτική απόφαση.
Οι διαφορές με την προηγούμενη μελέτη επάρκειας
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην νέα μελέτη Επάρκειας Ισχύος, υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την προηγούμενη που δημιουργούν αυξημένη ετοιμότητα.
Πρώτον, η Πτολεμαΐδα 5 εκτιμάται πλέον ότι θα τεθεί σε λειτουργία στο τέλος του 2022 (αντί στις αρχές του 2022 στην προηγούμενη μελέτη).
Δεύτερον εκτιμάται ότι ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός της Μεσοχώρας 160 MW, δεν θα λειτουργήσει ως το 2023 ενώ στην προηγούμενη μελέτη θεωρείται ότι αυτό θα συνέβαινε ως τις αρχές του 2022.
Τρίτον, η δεύτερη νέα μονάδα φυσικού αερίου ισχύος 825 MW (πιθανώς της ΤΕΡΝΑ) δεν θεωρείται ότι θα λειτουργήσει ως το 2023 εν αντιθέσει με την προηγούμενη μελέτη που θεωρούνταν ότι αυτό θα συμβεί μέχρι τότε.
Τέταρτον, στο σχεδιασμό συμπεριλαμβάνεται και η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, οπότε η ζήτηση είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τη προηγούμενη μελέτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση του ΑΔΜΗΕ δεν έχει λάβει υπόψη της την πραγματική ανάπτυξη των ΑΠΕ η οποία ήδη έχει ξεπεράσει τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ. Ειδικότερα, οι προβλέψεις του εθνικού σχεδίου και της προηγούμενης μελέτης επάρκειας ισχύος για τα έργα αιολικής ενέργειας για το 2020, ήταν 3.281 MW ενώ με βάση τα στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ η πραγματική εγκατεστημένη ισχύς μόνο στο διασυνδεδεμένο σύστημα στο τέλος του 2020 ήταν 16% μεγαλύτερη (3.809,5 MW) και ίση με την ισχύ που προέβλεπε το ΕΣΕΚ για το τέλος του 2022!