Απώλεια εισοδήματος προκαλούν στους ασθενείς εμφράγματα και εγκεφαλικό – Δραματικές είναι οι επιπτώσεις από τις καρδιολογικές παθήσεις και εγκεφαλικό επεισόδιο, όχι μόνο στη νοσηρότητα των ασθενών, αλλά και στην τσέπη τους, ενώ επιβαρύνουν σημαντικά και την οικονομία των κρατών.
Ασθενείς με καρδιολογικές παθήσεις έχουν μικρότερο εισόδημα κατά 13.500 δολ. περίπου το χρόνο σε σχέση με τους συνομήλικους τους στην ίδια ειδικότητα, ενώ αυτοί που έχουν υποστεί εγκεφαλικό, έχουν μειωμένο εισόδημα που ξεπερνά τις 18.700 δολ. το χρόνο σε σχέση με τους υγιείς ομολόγους τους.
Συνολικά, το 2018 στις ΗΠΑ, οι μετρήσεις έδειξαν ότι η συνολική απώλεια εισοδήματος έφτασε τα 203,3 δισ. δολ. εξαιτίας των καρδιολογικών παθήσεων και τα 63,6 δισ. δολ. εξαιτίας των εγκεφαλικών επεισοδίων, ποσά πολύ μεγαλύτερα από τις απώλειες εισοδήματος εξαιτίας της πρόωρης θνησιμότητας.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA, μετείχαν 12.166 άτομα ηλικίας 18-64 ετών, με μέσο ετήσιο εισόδημα 48.299 δολ. (με εύρος από 45.712 – 50.885 δολ. το χρόνο). Η μελέτη εκπονήθηκε από το τμήμα πρόληψης καρδιολογικών νοσημάτων και εγκεφαλικού, του Εθνικού Κέντρου Χρονίων Παθήσεων των ΗΠΑ, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων της Ατλάντα, του τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Tulane της Νέας Ορλεάνης και του τμήματος Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και Καινοτομίας του Πανεπιστημίου του Σικάγο
Οι ερευνητές προσάρμοσαν το εισόδημα με σειρά κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και άλλων χρονίων παθήσεων που ενδεχομένως να συνυπάρχουν και διαπίστωσαν ότι οι καρδιοπαθείς εισέπρατταν 6.993 – 19.933 δολ. (13.463 δολ. κατά μέσο όρο) λιγότερα από άτομα χωρίς καρδιολογικές παθήσεις και αυτοί που είχαν υποστεί εγκεφαλικό εισέπρατταν 18.716 δολ. λιγότερα κατ΄ έτος (από 10.356 – 27.077 δολ.) σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν υποστεί εγκεφαλικό.
Η νοσηρότητα από καρδιολογικές παθήσεις προκάλεσε απώλεια εισοδήματος ύψους 203,3 δισ. δολ. και από εγκεφαλικό, απώλεια 63,3 δισ. δολ.
Οι απώλειες αυτές ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις επιπτώσεις της πρόωρης θνησιμότητας, με αποτέλεσμα οι ερευνητές να συστήνουν περαιτέρω διερεύνηση του συνολικού κόστους της νοσηρότητας από καρδιαγγειακές παθήσεις, με στόχο την υιοθέτηση πολιτικών αποτροπής των νοσημάτων αυτών, αλλά και την εξασφάλιση πόρων για τη διαχείριση και των έλεγχό τους.
Ο λόγος είναι ότι οι καρδιολογικές παθήσεις συνδέονται με λειτουργική έκπτωση των ασθενών (στις καρδιολογικές παθήσεις περιελήφθησαν η στεφανιαία νόσος, η στηθάγχη και η καρδιακή ανεπάρκεια), ενώ τα εγκεφαλικά με μακροχρόνια ανικανότητα, εξαιτίας επιπλοκών όπως η κατάθλιψη και το άγχος, γνωστική έκπτωση και άνοια, πτώσεις και κατάγματα, παράγοντες που έχουν επίπτωση στην εργασία και την εργασιακή ανέλιξη.
Το κόστος των καρδιαγγειακών παθήσεων, περιλαμβάνει απώλεια παραγωγικότητας εξαιτίας της πρόωρης θνησιμότητας, απώλεια ημερών εργασίας, μείωση παραγωγικότητας και απώλεια ευκαιριών εργασίας.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, το 2017, το κόστος των καρδιολογικών παθήσεων ήταν 228,7 δισ. δολ. και των εγκεφαλικών 52,8 δισ. δολ., ενώ το κόστος της πρόωρης θνησιμότητας εξαιτίας των δύο κατηγοριών παθήσεων έφτανε τα 119,9 δισ. δολ. και τα 19,4 δισ. δολ. από καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικό, αντίστοιχα. Στα ποσά αυτά, όμως δεν περιλαμβάνονταν οι απώλειες εισοδήματος εξαιτίας της νοσηρότητας που προκαλούν οι δύο κατηγορίες παθήσεων.
Από τις μετρήσεις, το 98% αφορούσε επιπτώσεις στους μισθούς και τα ημερομίσθια, αν και συνυπολογίστηκαν επίσης μπόνους, εισόδημα από υπερωρίες, από προμήθειες, από ελεύθερα επαγγέλματα, πρόσθετο εισόδημα από την απασχόληση κλπ.
Κατά την μελέτη, οι ερευνητές διέκριναν την απώλεια εισοδήματος ανάλογα με την ηλικία, και διαπίστωσαν ότι όσο μεγάλωναν τα ηλικιακά όρια, μεγάλωνε αντίστοιχα και η μείωση του εισοδήματος, αναφέρει το in.gr
Έτσι, στις ηλικίες μεταξύ 18-24 ετών, οι απώλειες κυμαίνονταν από 2.098 – 10.630 δολ. με μέση απώλεια στα 6.364 δολ, ενώ στις ηλικίες μεταξύ 45-54 ετών, οι απώλειες έφταναν τα 15.011 δολ. (7.415 – 22.606 δολ) για καρδιοπαθείς ασθενείς.
Αντίστοιχα σε ασθενείς με εγκεφαλικό, οι απώλειες έφαναν τα 8.789 δολ. (από 3.385 -14.193 δολ) για άτομα ηλικίας 18 – 24 ετών, έναντι 20.958 δολ. (από 11.308 – 30.609 δολ.) για άτομα ηλικίας 45 έως 54 ετών.