Οι διαστάσεις, που έχει λάβει πλέον το φαινόμενο της βίας ανηλίκων, της κακοποίησης, του σχολικού εκφοβισμού, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές.
Για την πρόληψη, την έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση, όπου κρίνεται απαραίτητο, υπογράφηκε Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής και της δομής ‘Θάλπος’- Ψυχική Υγεία.
Πάνω από το 71% των μαθητών θεωρούν τον εκφοβισμό σημαντικό πρόβλημα, το 64% όσων πέφτουν θύματα εκφοβισμού δεν το αναφέρουν καν ενώ το 70,6% δηλώνουν ότι υπήρξαν μάρτυρες τέτοιων περιστατικών στο σχολείο τους. Ένα στα πέντε παιδιά (20%) απομακρύνεται ή διακόπτει το σχολείο εξαιτίας του εκφοβισμού. Ο επιπολασμός του φαινομένου έχει διπλασιαστεί σε σχέση με την προ covid-19 περίοδο, φτάνοντας σήμερα στο 57-60% – σε χώρες χαμηλού εισοδήματος το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο.
Στην Αμερική, σχεδόν το 75% των πυροβολισμών στα σχολεία έχουν συνδεθεί με προηγούμενη παρενόχληση και εκφοβισμό και το 86% των μαθητών θεωρεί ότι ο νούμερο ένα λόγος, που οι έφηβοι στρέφονται στη θανατηφόρα βία στο σχολείο είναι «η κοροϊδία και ο εκφοβισμός που δέχονται από συμμαθητές τους».
Ένας στους τρεις νέους ηλικίας μεταξύ 13 και 24 ετών έχει βιώσει διαδικτυακό εκφοβισμό, σύμφωνα με μελέτη της UNICEF.
Σε πανελλαδική έρευνα του ΠΜΣ της Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. «Στρ.Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας», στην οποία συμμετείχαν 1.200 έφηβοι, το 60,3% δηλώνει πως έχει μιλήσει ‘άσχημα’ στο διαδίκτυο, το 53% ότι έχει εισπράξει ‘άσχημη’ γλώσσα. Το 38,5% των συμμετεχόντων παραδέχθηκε ότι έχει συμβεί κάτι που τον/την αναστάτωσε ή στεναχώρησε αλλά το 28,4% έχει προβεί σε κάποια αναφορά ή καταγγελία. Κακή συμπεριφορά, όπως η χρήση προσωπικών δεδομένων, φωτογραφιών, κάποιο σχόλιο ή αποκλεισμό, έχει υποστεί το 30.2% ενώ με αντίστοιχο τρόπο, έχει ενοχλήσει το ίδιο άτομο σε ποσοστό 32,5%.
Ειδικότερα, την περίοδο της πανδημίας, το 82% των εφήβων και των ενηλίκων από 18 χώρες αποκάλυψε ότι κατά το lockdown διαπίστωσε χαλάρωση της «διαδικτυακής ευγένειας», όπως καταγράφεται στους αντίστοιχους δείκτες της Microsoft (Digital Civility Index της Microsoft). Ομοίως, έρευνα που αναλύει δημόσια tweets στο Twitter από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2020, αποκάλυψε αύξηση του διαδικτυακού εκφοβισμού. Τη συγκεκριμένη περίοδο, παρατηρήθηκε διεθνώς αύξηση της άσκησης σωματικής και σεξουαλικής βίας σε ποσοστά, που κυμαίνονται από 22% έως 75%.
«Τα παιδιά και οι έφηβοι δέχονται ποικιλία ερεθισμάτων μέσω της ειδησεογραφίας, των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, των κοινωνικών δικτύων και του influencing, τα οποία συχνά δεν είναι κατάλληλα για την ηλικία τους και λόγω επαναληψιμότητας, απενοχοποιούνται. Βίαιες συμπεριφορές, λεκτικές επιθέσεις, σεξουαλικές παρεκτροπές και σοκαριστικά γεγονότα αν και αρχικά προκαλούν μεγάλη έκπληξη και τραύμα, σταδιακά δεν προκαλούν πλέον εντύπωση, αφού επέλθει η εξοικείωση με τη βία», αρχίζει να λέει η δρ Άρτεμις Κ. Τσίτσικα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής, Ε.Κ.Π.Α.
Τα στοιχεία αυξημένων ποσοστών βίαιης συμπεριφοράς έως και στο 50% του εφηβικού πληθυσμού τόσο στον φυσικό, όσο και στον διαδικτυακό κόσμο, προκύπτουν από έρευνα της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και παρουσιάστηκαν στο 22ο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης για την Υγεία των Εφήβων/15ο STATE OF THE ART Συνέδριο Εφηβικής Υγείας. Όπως καταδεικνύεται, οι ρόλοι του δράστη και του αποδέκτη της βίας συχνά εναλλάσσονται, αποτελώντας τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
«Καταγράφεται μία κουλτούρα βίαιων αντιδράσεων των νέων χωρίς επιπτώσεις και αρνητικό πρόσημο, ιδιαίτερα εάν υπάρχει σημαντικό γονεϊκό έλλειμμα. Επιβαρυντικά λειτουργεί το αναπτυξιακό υπόβαθρο της εφηβικής ηλικίας, καθώς η περιοχή του εγκεφάλου, που σχετίζεται με την κριτική σκέψη, τη λογική και την λήψη αποφάσεων δεν έχει ακόμη πλήρως αναπτυχθεί. Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη το κέντρο της παρόρμησης, του συναισθήματος και της αυθόρμητης συμπεριφοράς», συνεχίζει η δρ Τσίτσικα.
Σε ό,τι αφορά τον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό, υπολογίζεται ότι ένα με δύο στα 10 παιδιά στην Ελλάδα υφίστανται κακοποίηση – σωματική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική ή και παραμέληση, η οποία μπορεί να είναι συναισθηματική, εκπαιδευτική, ιατρική. Τα ποσοστά εκτιμάται ότι διπλασιάστηκαν στην πανδημία.
«Η πιθανότητα κακοποίησης ή παραμέλησης ενός εφήβου ανιχνεύεται πάντα από τους ειδικούς, ανεξάρτητα από την αιτία προσέλευσης στο ιατρείο, καθώς μπορεί να αποτελεί την υποβόσκουσα αιτία διαφόρων συμπεριφορών αλλά και οργανικών προβλημάτων», θα πει η δρ Τσίτσικα.
Εμπλοκή σε συνθήκη βίας μπορεί να σημαίνουν ανεξήγητες μελανιές ή σημάδια στο σώμα του παιδιού, τα οποία προσπαθεί να καλύψει ή αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτά. Ανησυχητική ένδειξη είναι, οπωσδήποτε, όταν το παιδί επιστρέφει με κατεστραμμένα αντικείμενα (ρούχα, τσάντα κ.α.) ή χωρίς χρήματα. Όταν εμφανίζει μεταβολές στη συμπεριφορά, που μπορεί να εκφράζονται με καταθλιπτικό συναίσθημα, αυτοκτονικότητα, εκρήξεις βίας, ανεξήγητο κλάμα, φοβίες, άγχος, εξαρτήσεις αλλά και εκδήλωση επιθετικότητας στο σπίτι – άσχημα λόγια, ανυπακοή, εκνευρισμός ή εκφοβισμός μελών της οικογένειας.
Επιπροσθέτως, σημειώνονται συχνά ατυχήματα, δυσλειτουργική σχέση με το περιβάλλον, μεταβολές στη διατροφή – υπερφαγία, ανορεξία – στον ύπνο (αυπνία, αλλαγή ωραρίου, υπερβολικός ύπνος), εγκατάλειψη αγαπημένων δραστηριοτήτων, δυσκολία συγκέντρωσης, αδιαφορία για τους φίλους ή τα φλερτ, κακή σωματική υγιεινή και παραμέληση εαυτού. Μειωμένη προθυμία για να μιλήσει για την ημέρα του και αμυντική στάση όταν ερωτάται γι’ αυτό. Άλλα σημεία που, εάν παρατηρηθούν, μπορεί να παραπέμπουν σε συνθήκη εκφοβισμού, είναι η έλλειψη ενέργειας, αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες. Η αποφυγή του σχολείου – τα πρωϊνά βρίσκει δικαιολογίες για να μην πάει στο μάθημα ενώ συχνά παρατηρείται και αιφνίδια πτώση των επιδόσεων του. Σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλος, επιδείνωση της σωματικής υγείας ή/και δυσχέρειες στην έκφραση του λόγου, όπως τραύλισμα.
Σε περίπτωση διαδικτυακού εκφοβισμού, εκτός από τις παραπάνω εκδηλώσεις, μπορεί να παρατηρηθούν διακοπή χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, νευρικότητα ή αναστάτωση όταν εμφανίζεται στην οθόνη μήνυμα από Instant Messaging, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (email) ή γραπτό μήνυμα (SMS) στο κινητό, άρνηση ή δυσκολία στη σχολική φοίτηση ή την έξοδο εκτός σπιτιού, θυμός ή θλίψη μετά από σύνδεση στο διαδίκτυο, αποφυγή συζητήσεων γύρω από το τι κάνει ενώ περιηγείται στο διαδίκτυο.
Σε ό,τι αφορά το παιδί-θύτη εκφοβισμού, συχνά τείνει να είναι επιθετικό και στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον. Πιθανόν να εμπλέκεται σε βανδαλισμούς στο σχολείο και να αναπτύξει συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, όπως το κάπνισμα ή το αλκοόλ.
Τα παιδιά παρατηρητές εκδηλώνουν και αυτά άγχος – μπορεί να απουσιάζουν συχνά από το σχολείο και να είναι μελαγχολικά.
«Η αντιμετώπιση της κακοποίησης είναι πάντα ολιστική και αυστηρά εξατομικευμένη – απαιτείται ένα πρόγραμμα ‘κομμένο και ραμμένο’ στα μέτρα του παιδιού», υπογραμμίζει η δρ Τσίτσικα για να προσθέσει: «Βασικό είναι να νιώσει ασφάλεια και πραγματικό ενδιαφέρον ώστε να έρθουν στην επιφάνεια συναισθήματα, βιώματα, σκέψεις και να αρχίσει η επούλωση, να συζητηθούν οι σχέσεις, να προταθούν τρόποι διαχείρισης και να γίνει προσπάθεια λειτουργικότητας και μελλοντικής ενεργοποίησης με κατάκτηση στόχων. Η σχέση με τους θεράποντες είναι πολύτιμη και μακροπρόθεσμη. Πολλά παιδιά διατηρούν σχέση και μετά την ενηλικίωσή τους, ενώ άλλα απομακρύνονται μόλις νιώσουν δυνατά, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να κλείσουν το τραυματικό αυτό κεφάλαιο ζωής».