Οι προβλέψεις για άνοδο της τιμής του πετρελαίου προκαλεί ρίγη ανησυχίας σε καταναλωτές και εμπόρους φέρνοντας στο προσκήνιο το ενδεχόμενο ενός ντόμινο συνεπειών σε συνδυασμό με εκείνες της πανδημίας. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021, οι τιμές πετρελαίου εκτινάχθηκαν περισσότερο από 45%, πλησιάζοντας τα 80 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά σε διάστημα μεγαλύτερων των δυόμισι ετών.
Η τάση αυτή βάζει φωτιά στους εθνικούς προϋπολογισμούς και πυροδοτεί την περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού παγκοσμίως. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι δεν θα εκτονωθεί σύντομα και οι αναλυτές της Wall Street ξαναβγάζουν από τα συρτάρια τα σενάρια η τιμή του αργού να εκτινάσσεται μέχρι τα 100 δολάρια το βαρέλι. Αυτό το ράλι αποδίδεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων όπως η πρόοδος του εμβολιασμού, η σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και η μαζική περικοπή παραγωγής πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ+.
Οι τιμές βασικών προϊόντων ακολουθούν συνεχή άνοδο στην Ελλάδα
Οι επιχειρηματίες στο ελληνικό εμπόριο προσπαθούν ήδη να διαχειριστούν την εκτίναξη των διεθνών τιμών σε πρώτες ύλες και μεταφορικά κόστη, ενώ ήδη οι επιπτώσεις έχουν περάσει στον οικονομικό προϋπολογισμό με τις πρώτες ανατιμήσεις σε είδη διατροφής να είναι 8-11%, κυρίως σε εισαγόμενα προϊόντα. Η ΓΣΕΒΕΕ αναφέρει σε επιστολή της προς το οικονομικό επιτελείο ότι οι τιμές βασικών προϊόντων ακολουθούν συνεχή άνοδο. Οι συνομοσπονδία επισημαίνει ότι οι τιμές των τροφίμων και των καυσίμων αυξάνονται σχεδόν καθημερινά ανατρέποντας τιμολόγια και χρεώσεις που έμεναν σταθερά επί χρόνια. Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, χαρακτηριστικό είναι ότι οι τιμές τους το τελευταίο εξάμηνο έχουν αυξηθεί περισσότερο από 50%. Άνοδο καταγράφουν ήδη, όπως τονίζεται, και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, που αποτελεί ήδη μεγάλο μέρος του κόστους λειτουργίας και παραγωγής. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), διεθνώς η αύξηση των τιμών σε πρώτες ύλες σιτηρά, γαλακτοκομικά, ζάχαρη, καφέ και βοδινό κρέας ξεκινά από 3,63% και φτάνει το 26,59%.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ύψος των ναύλων στη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, το οποίο έχει αυξηθεί το τελευταίο δωδεκάμηνο κατά 600% ή και περισσότερο. Για παράδειγμα, η μεταφορά ενός 12μετρου κοντέινερ από την Κίνα στην Ευρώπη κοστίζει πλέον πάνω από 10.000 δολάρια, όταν τον Μάρτιο του 2020 η αντίστοιχη τιμή ήταν 1.400 δολάρια. Όσοι αγοράζουν προϊόντα που περιέχουν πλαστικό, χαλκό αλλά και αλουμίνιο πληρώνουν υψηλότερες τιμές, καθώς εδώ και τρεις μήνες οι ανατιμήσεις έχουν αρχίσει σταδιακά να κλιμακώνονται.
Πώς θα κινηθεί ο πληθωρισμός και πώς επηρεάζει τους μισθούς
Οι προβλέψεις δείχνουν ότι τον Ιούνιο στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει το 0,6%, από -1,2% το Μάιο. Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση της Eurostat για τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη ο ετήσιος πληθωρισμός μειώθηκε στο 1,9% τον Ιούνιο, από 2% το Μάιο. Σημειώνεται ότι το 2020 ο πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στο -1,3% και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των ενεργειακών αγαθών ήταν -9,8%, ενώ εκείνος των υπηρεσιών -1,4%, με επίπτωση στο γενικό δείκτη -0,78 και -0,71 της ποσοστιαίας μονάδας αντίστοιχα.
Εξετάζοντας τις κύριες συνιστώσες του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με την Eurostat, η ενέργεια αναμένεται να έχει το υψηλότερο ετήσιο ποσοστό τον Ιούνιο (12,5%, σε σύγκριση με 13,1% το Μάιο), ακολουθούμενη από τα βιομηχανικά αγαθά εκτός ενέργειας (1,2%, σε σύγκριση με 0,7% το Μάιο), τις υπηρεσίες (0,7%, σε σύγκριση με 1,1% το Μάιο) και τα τρόφιμα, το αλκοόλ και τον καπνό (0,6%, σε σύγκριση με 0,5% το Μάιο). Toν υψηλότερο ετήσιο πληθωρισμό στην ευρωζώνη τον Ιούνιο κατέγραψαν η Εσθονία με 3,7% και η Λιθουανία με 3,5%. Ο χαμηλότερος πληθωρισμός καταγράφηκε στην Πορτογαλία (-0,6%), στη Μάλτα (-0,2%) και στην Ελλάδα (0,6%). Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, ο πληθωρισμός έφτασε το 2,1% αυτό το μήνα, έναντι 1,9% στη Γαλλία, 1,3% στην Ιταλία και 2,4% στην Ισπανία.
Το Μεσοπρόθεσμο της ελληνικής κυβέρνησης, για την επόμενη πενταετία, σκιαγραφεί αυξητικές τάσεις. Το 2022, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού μισθού προβλέπεται στο 2,4%, ωστόσο η βαθμιαία άνοδος του πληθωρισμού (από το 1,3% το 2023 στο 1,7% στο τέλος της περιόδου προβλέψεων) αναμένεται να περιορίσει τη μέση αύξηση του πραγματικού μισθού στο 0,8%.
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζα της Ελλάδος για Νομισματική Πολιτική 2020-2021, όσον αφορά την ενεργειακή συνιστώσα, υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ετών 2020 και 2021. Οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου κατέρρευσαν τον Απρίλιο του 2020 και έκτοτε ακολούθησαν σταθερά ανοδική πορεία μέχρι και τους πρώτους μήνες του 2021. Έτσι, λόγω έντονων θετικών επιδράσεων βάσης, καθώς επίσης και της ανοδικής πορείας του πετρελαίου, οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής των τιμών των ενεργειακών αγαθών επέστρεψαν σε θετικό έδαφος από το Μάρτιο του 2021. Τον Απρίλιο και το Μάιο οι ετήσιοι ρυθμοί ανήλθαν σε 9,8% και 13,2% αντίστοιχα, αντανακλώντας τη δυναμική ανοδική πορεία του διεθνών τιμών του πετρελαίου. Αξίζει να αναφερθεί ότι η μέση μηνιαία τιμή του πετρελαίου τύπου Brent σε ευρώ τον Απρίλιο του 2021 ήταν αυξημένη κατά 151,7% σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2020 αναφέρει το ot.gr
Τονίζεται πως ο εγχώριος όμως πληθωρισμός διαμορφώνεται κυρίως από τις εσωτερικές εξελίξεις (περιορισμοί κατά το πρώτο πεντάμηνο στην οικονομική δραστηριότητα, αβεβαιότητα που σχετίζεται με την εγχώρια ζήτηση και την ανάκαμψη του τουρισμού) και αναμένεται να καταγράψει αρνητικό μέσο ετήσιο ρυθμό και το 2021. Η επαναφορά της έμμεσης φορολογίας στην προτέρα κατάσταση σε συνδυασμό με ανοδικές επιδράσεις βάσης αναμένεται να ωθήσουν τον εναρμονισμένο πληθωρισμό ξανά σε θετικό έδαφος προς τα τέλη του 2021, κάτι που ενδέχεται να επισπευσθεί από τις διεθνείς εξελίξεις.
Ο πληθωρισμός, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα παραμείνει αρνητικός το 2021, κυρίως λόγω των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουρισμού, και των αυστηρών περιορισμών που τέθηκαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή, οι οποίοι επηρέασαν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά αγαθών. Το 2022 και το 2023 ο γενικός δείκτης θα καταγράψει θετικό αλλά χαμηλό ρυθμό μεταβολής. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του γενικού δείκτη το 2021, καθώς οι δύο βασικές συνιστώσες του (υπηρεσίες και μη ενεργειακά αγαθά) θα διατηρηθούν σε αρνητικό έδαφος λόγω των πολλών αβεβαιοτήτων, ενώ τα επόμενα δύο έτη θα ακολουθήσει την πορεία του γενικού δείκτη.