
Συνδυασμένα προγράμματα χρηματοοικονομικής και ψυχικής υγείας προσφέρουν καλύτερα οφέλη
Μια πρόσφατη μελέτη από το London School of Economics and Political Science (LSE) αποκαλύπτει ότι η ταυτόχρονη υποστήριξη των ατόμων σε θέματα χρηματοοικονομικής και ψυχικής υγείας αποδίδει καλύτερα από την αντιμετώπιση καθενός ξεχωριστά. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η φτώχεια και τα ψυχικά προβλήματα συχνά συνδέονται, δημιουργώντας έναν κύκλο που είναι δύσκολο να σπάσει.
Η Σχέση Φτώχειας και Ψυχικής Υγείας
Η οικονομική πίεση μπορεί να οδηγήσει σε καταθλιπτικά ή αγχώδη συμπτώματα, ενώ η κακή ψυχική υγεία δυσκολεύει την εύρεση εργασίας ή τη διαχείριση των χρημάτων. Η διακοπή αυτού του φαύλου κύκλου είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη μείωση των ανισοτήτων. Η μελέτη εξέτασε 17 προγράμματα που συνδυάζουν ψυχολογικά και οικονομικά στοιχεία, διαπιστώνοντας ότι αυτά ήταν πιο αποτελεσματικά στην βελτίωση των ψυχικών συμπτωμάτων και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης σε σύγκριση με προγράμματα που εστίαζαν μόνο σε ένα από τα δύο.
Αποτελέσματα και Συστάσεις
Τα συνδυασμένα προγράμματα τείνουν να υπερτερούν σε σχέση με τα ψυχολογικά στοιχεία από μόνα τους, ενώ τα οφέλη τους σε σχέση με τα προγράμματα φτώχειας ήταν πιο ανάμεικτα. Αυτό υποδηλώνει ότι το οικονομικό στοιχείο μπορεί να είναι καθοριστικό για την παρατηρούμενη πρόοδο. Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Nature Scientific Reports, αναλύει προγράμματα σε χώρες με διαφορετικά εισοδήματα, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία και η Ουγκάντα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι συμμετέχοντες σε αυτά τα προγράμματα παρουσίασαν λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους και είχαν πιο θετική στάση απέναντι στη ζωή τους. Οι οικογένειες που συμμετείχαν ήταν πιο πιθανό να έχουν καλύτερη ασφάλεια τροφίμων και υψηλότερο εισόδημα, ιδιαίτερα όταν τα προγράμματα διαρκούσαν περισσότερο.
Η έρευνα υπογραμμίζει ότι η επιτυχία των προγραμμάτων εξαρτάται από τη χρηματοδότησή τους, την πολιτιστική τους καταλληλότητα και την ευκολία πρόσβασης για τους συμμετέχοντες. Πολλά προγράμματα ήταν είτε πολύ βραχύβια είτε έλειπαν πόρους, περιορίζοντας έτσι την επίδρασή τους.
Τα οφέλη στην ψυχική υγεία παρατηρήθηκαν κυρίως σε βραχυπρόθεσμες παρακολουθήσεις, με κάποιες βελτιώσεις να διαρκούν σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αντίθετα, οι κοινωνικοοικονομικές βελτιώσεις γίνονταν πιο εμφανείς σε μεγαλύτερες περιόδους παρακολούθησης, υποδεικνύοντας ότι οι αλλαγές στην οικονομική κατάσταση μπορεί να απαιτούν περισσότερο χρόνο για να υλοποιηθούν, αλλά μπορούν να διατηρηθούν μόλις επιτευχθούν.
Η έκθεση καλεί κυβερνήσεις, φιλανθρωπικές οργανώσεις και υγειονομικούς φορείς να σχεδιάσουν παρεμβάσεις που να περιλαμβάνουν ισχυρά οικονομικά στοιχεία, παράλληλα με στοχευμένη ψυχολογική υποστήριξη. Όπως αναφέρει η Δρ. Σάρα Έβανς-Λάκο, επικεφαλής της ομάδας έρευνας του LSE, «η μελέτη μας δείχνει ότι τα συνδυασμένα προγράμματα μπορούν να βελτιώσουν την ψυχική υγεία, αλλά το μέγεθος και ο χρόνος της οικονομικής υποστήριξης συχνά καθορίζουν την κλίμακα και τη διάρκεια των οφελών».














