
Συλλήψεις ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής
Το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου 2013, οι εικόνες των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής με χειροπέδες έκαναν το γύρο του κόσμου. Ο αρχηγός της οργάνωσης, Νίκος Μιχαλολιάκος, και οι στενοί συνεργάτες του οδηγήθηκαν από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (ΓΑΔΑ). Αυτή η στιγμή σηματοδότησε μια ιστορική αλλαγή, καθώς για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η ηγεσία ενός κοινοβουλευτικού κόμματος κατηγορήθηκε για σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Ήταν η αρχή του τέλους για τον Λαϊκό Σύνδεσμο – Χρυσή Αυγή, ο οποίος είχε εισέλθει στη Βουλή το 2012 με ποσοστό 7% και 18 βουλευτές, αλλά πίσω από τον «πατριωτικό» μανδύα κρυβόταν ένας σκληρός μηχανισμός βίας και τρομοκρατίας.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και οι συνέπειες
Η σύλληψη των στελεχών της Χρυσής Αυγής ήρθε λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον Γιώργο Ρουπακιά, μέλος της οργάνωσης. Αυτό το έγκλημα αποκάλυψε με τον πιο ωμό τρόπο τη δράση των ταγμάτων εφόδου, καθώς είχαν προηγηθεί επιθέσεις, όπως η δολοφονία του Πακιστανού μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα, οι επιθέσεις σε Αιγύπτιους αλιεργάτες στο Πέραμα και οι ξυλοδαρμοί μελών του ΚΚΕ. Η κοινωνική κατακραυγή και οι μαζικές αντιδράσεις ανάγκασαν το κράτος να αντιδράσει. Έτσι, στις 28 Σεπτεμβρίου, το άλλοτε «αντισυστημικό» κόμμα βρέθηκε στο εδώλιο της Δικαιοσύνης.
Η δίκη και οι συνέπειες
Η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2015 και ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου 2020, με την ιστορική ετυμηγορία: «Η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση». Οι Μιχαλολιάκος, Κασιδιάρης, Λαγός, Παναγιώταρος, Παππάς και άλλα κορυφαία στελέχη κρίθηκαν ένοχοι και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Δώδεκα χρόνια μετά τις συλλήψεις και σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την καταδίκη, μόλις τρεις από τους ηγέτες της οργάνωσης παραμένουν πίσω από τα κάγκελα, ενώ η υπόθεση έχει καταγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες δίκες μεταπολεμικά στην Ευρώπη για πολιτική εγκληματική οργάνωση. Η κοινωνία παρακολουθεί με προσοχή την εξέλιξη της δίκης σε δεύτερο βαθμό, καθώς η Εισαγγελία έχει ζητήσει αυστηρότερες ποινές για τα ηγετικά στελέχη.