Την αρχή έκανε η ιταλική κυβέρνηση επιχειρώντας να βάλει ένα δυναμικό φρένο στη διασπορά του SARS-CoV-2 στα νοσοκομεία της χώρας (ιδιωτικά και δημόσια), επιβάλλοντας ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό τους έναντι της λοίμωξης Covid-19, με τη σχετική απόφαση να συμπεριλαμβάνει και τους φαρμακοποιούς.
Την ίδια ώρα, η ελληνική κυβέρνηση επισήμως απορρίπτει ότι υπάρχουν τέτοιες σκέψεις, με ορατό πάντως το ενδεχόμενο να ανοίξει η συζήτηση προσεχώς, στο φόντο και των ολοένα αυξανόμενων προτάσεων από μέλη της επιστημονικής κοινότητας αλλά και των συρροών κρουσμάτων εντός του ΕΣΥ.
Λακωνική ήταν άλλωστε η χθεσινή απάντηση της κυβερνητικής εκπροσώπου Αριστοτελίας Πελώνη σε σχετική ερώτηση των «ΝΕΩΝ»: «Δεν υπάρχει τέτοια συζήτηση προς το παρόν. Για την ώρα τουλάχιστον».
Το αντιεμβολιαστικό… κίνημα στους κόλπους των υγειονομικών είναι πρόβλημα που απασχολεί την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, επενδύοντας (προς το παρόν) σε μια στρατηγική πειθούς, αποφεύγοντας κινήσεις τιμωρητικές που θα πυροδοτούσαν κατά μέτωπο συγκρούσεις.
Παρ’ όλα αυτά, δεν στρουθοκαμηλίζει, αντιλαμβανόμενη τους κινδύνους που αναδεικνύονται από τα επίσημα στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, ένας στους δύο νοσηλευτές έχει εμβολιαστεί – ενώ το αντίστοιχο στους γιατρούς ξεπερνάει το 70% -, δυναμιτίζοντας την τεράστια προσπάθεια για να χτιστεί εγκαίρως το τείχος ανοσίας εντός του ΕΣΥ.
Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως διευκρίνισε την περασμένη Τετάρτη ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας, δίνεται προτεραιότητα στον εμβολιασμό των γιατρών και των νοσηλευτών, οι οποίοι στο μεταξύ άλλαξαν γνώμη, καθώς έχουν πλέον πειστεί για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
«Οι αδιάθετες δόσεις διατίθενται πρώτα για τους υγειονομικούς. Επίσης, έχουμε βάλει παραπάνω εμβολιαστικές γραμμές για τους υγειονομικούς. Δεν υπάρχει καμία, μα καμία δυσκολία για κάποιον υγειονομικό που θέλει να εμβολιαστεί» επεσήμανε χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνοντας πως «πρέπει να το κάνουν».
Σημειώνεται ότι τον Μάρτιο αποφασίστηκε ότι καθίσταται υποχρεωτική η διεξαγωγή rapid test δύο φορές την εβδομάδα σε όλο το προσωπικό – ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό, λοιπό – των μονάδων υγείας του ΕΣΥ που δεν έχουν εμβολιαστεί κατά του κορωνοϊού.
Το παράδειγμα του ΠΑΓΝΗ. Εντούτοις και παρά τις προσπάθειες, δεν έχει υψωθεί ένα ισχυρό φράγμα έναντι του SARS-CoV-2. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου στο Ηράκλειο Κρήτης (ΠΑΓΝΗ), όπου τις τελευταίες ημέρες διαπιστώνεται πως στους κόλπους του φωλιάζει ο κορωνοϊός, καθώς έχουν εντοπιστεί 41 κρούσματα σε ασθενείς, συνοδούς και σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Σύμφωνα με τον διοικητή του νοσηλευτικού ιδρύματος, η διασπορά προέκυψε από τους συνοδούς ασθενών, διαβεβαιώνοντας ότι το ποσοστό εμβολιασμένων στο νοσοκομείο είναι ιδιαίτερα υψηλό, ωστόσο η διασπορά αποδεικνύει ότι ο πανδημικός ιός «καραδοκεί».
Αντίστοιχα υπενθυμίζεται η πρόσφατη περίπτωση του αντικαρκινικού Νοσοκομείου Μεταξά, όταν έγινε γνωστό ότι 24 υγειονομικοί εντοπίστηκαν θετικοί αλλά και 20 νοσηλευόμενοι ασθενείς, με αποτέλεσμα να σημάνει υγειονομικός συναγερμός.
Υπό τα δεδομένα αυτά, το κρίσιμο ζήτημα της ενδεχόμενης υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των υγειονομικών απασχόλησε πρόσφατα τους επιστήμονες του Εργαστηρίου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, ρίχνοντας άπλετο φως σε ενδεχόμενα διλήμματα και νομικά κωλύματα. Οπως διαπιστώνει κανείς από τη γνωμοδότησή τους, το ιταλικό μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί και στη χώρα μας.
«Κατά τον παρόντα χρόνο και όσο διαρκεί η πανδημία του Covid-19, το υπουργείο Υγείας μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό όλων των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και όλων όσοι στελεχώνουν δομές υγείας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις, ή ατόμων με ειδικές ανάγκες), ορίζοντας ταυτόχρονα ως άμεση συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού τους την απομάκρυνσή τους από τον χώρο εργασίας τους χωρίς καμία οικονομική απαίτηση», αναφέρεται στη σχετική γνωμοδότηση και στο tanea.gr
Το πιστοποιητικό εμβολιασμού
Και συνεχίζει: «Αντίστοιχα, η ύπαρξη πιστοποιητικού εμβολιασμού μπορεί να οριστεί ως αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος ή για τον διορισμό σε θέση νοσηλευτικού προσωπικού ή προσωπικού των πιο πάνω δομών. Και τούτο γιατί η δημόσια υγεία, που υπηρετείται εν προκειμένω από τη συλλογική ανοσία και τη μείωση της πίεσης στο σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, αποτελεί ένα δημόσιο αγαθό και η υποχρέωση εμβολιασμού των συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων συνιστά καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης κατά την έννοια του άρθρου 24 §4 του Συντάγματος».
Επίσης διευκρινίζεται ότι για να ισχύσει σχετική απόφαση θα πρέπει να εκδοθεί η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση για τον χρόνο που θα ορίζεται σε αυτήν και τις ομάδες στις οποίες ρητά θα αναφέρεται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια γνωμοδότηση γίνεται μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των εμβολίων, σε δικαστικές αποφάσεις αλλά και στον πρόσφατο Νόμο 4675/2020 (ΦΕΚ 54Α /11-3-2020), που ορίζει ρητά ότι: «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου».
Οπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο ομότιμος καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας στο ΑΠΘ και ένας εκ των συγγραφέων της γνωμοδότησης του Εργαστηρίου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής Βασίλης Ταρλατζής, «σε περιόδους έκτακτης ανάγκης λαμβάνονται αποφάσεις λόγω ακριβώς αυτών των ειδικών συνθήκων που επιβάλλονται για την προστασία των ανθρώπων – εν προκειμένω για να σταματήσει η πανδημία. Διατηρώντας τον σεβασμό στην ελευθερία του κάθε ανθρώπου, λάβαμε παράλληλα υπ’ όψιν την τεράστια ευθύνη των υγειονομικών να προστατέψουν τους ασθενείς τους».
«Δεν είναι τιμωρητικό μέτρο»
Ο ίδιος, μάλιστα, επισημαίνει πως δεν πρόκειται «για τιμωρητική προσέγγιση αλλά για πραγματιστική. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το σύστημα υγείας δεν θα καταρρεύσει. Γι’ αυτό και μια πρόταση είναι όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν να μπαίνουν σε προσωρινή αργία με στέρηση του μισθού τους ώστε με τα χρήματα αυτά να μπορεί το κράτος να προσλάβει εποχικούς ή προσωρινούς επαγγελματίες, καλύπτοντας τις τρέχουσες ανάγκες».
Για την Ιστορία – όπως άλλωστε αναφέρεται στην ίδια γνωμοδότηση -, στην Ελλάδα, ο πρώτος εμβολιαστικός νόμος ψηφίστηκε το 1835 επί Οθωνα και αφορούσε την εισαγωγή του «εμβολιασμού της δαμαλίδος» για την ευλογιά, που καθιστούσε τον εμβολιασμό υποχρεωτικό και προέβλεπε μάλιστα ποινικές κυρώσεις για όσους δεν έκαναν το εμβόλιο. Διακόσια χρόνια μετά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι η ευλογιά είναι η μοναδική ασθένεια που έχει οριστικά εκριζωθεί σε όλον τον κόσμο.