Ήταν 83 χρόνια πριν, όταν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 άκουγαν όλοι από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν.
‘’Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 05.30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους.’’
Κάτω από αντίξοες συνθήκες, οι πρόγονοί μας αγωνίζονται «υπέρ βωμών και εστιών» και καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν με ανδρεία και ηρωισμό πολλαπλάσιες και προηγμένες εξοπλιστικά δυνάμεις. Όχι μόνο προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, αλλά αναγκάζουν σε άτακτη οπισθοχώρηση τους επίδοξους κατακτητές, των οποίων το γόητρο, αλλά και οι φυσικές τους δυνάμεις πλήττονται αποφασιστικά…
Τα ελληνικά στρατεύματα καταφέρνουν να αποκρούσουν την ιταλική εισβολή κι αυτή γίνεται η πρώτη νίκη των Συμμάχων ενάντια στις Δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ιστορικοί, μάλιστα, θεωρούν ότι η νίκη αυτή ανύψωσε το ηθικό των σκλαβωμένων λαών της Ευρώπης και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου.
Αθήνα, 28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 3:00 τα ξημερώματα. Ένα πολεμικό τελεσίγραφο απορρίπτεται κι ένας πόλεμος πρόκειται σε λίγες ώρες να ξεκινήσει.
Πρωταγωνιστές σ’ αυτήν την «κινηματογραφική» σκηνή ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς και ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι ο οποίος έφτασε στο σπίτι του πρώτου στην Κηφισιά για να του επιδώσει το τελεσίγραφο με το οποίο οι Ιταλοί ζητούσαν να καταλάβουν «μερικά σημεία επί ελληνικού εδάφους σεβόμενοι την ελληνική κυριαρχία στο υπόλοιπο της επικράτειας». Η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε, στην πραγματικότητα, την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδας.
Με συγκλονιστική γλαφυρότητα και ευθύτητα αφηγείται στο βιβλίο του ο Εμμανουέλε Γκράτσι, την ιστορική ημέρα του «ΟΧΙ». Εμφανώς φορτισμένος συναισθηματικά και ο ίδιος, ο Γκράτσι αναφέρει την άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιήλθε ο Μεταξάς αντιλαμβανόμενος ότι ο πόλεμος της Ελλάδας με την Ιταλία ήταν αναπόφευκτος.
«Την καθορισμένη ώρα, 10 περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο στρατιωτικός ακόλουθος ο διερμηνέας και εγώ φτάσαμε στην καγκελόπορτα της κατοικίας όπου έμενε ο πρωθυπουργός. Ο διερμηνέας της πρεσβείας μας, είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα ώσπου το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Μού έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι και μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου, μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο.
Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει και όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: «Alors, c’est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο).
Απάντησα ότι η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απάντησε: «Vous voyez bien que c’ est impossibile (βλέπετε λοιπόν πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. H κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε». Του απάντησα ενώ σηκωνόμουν ότι ήλπιζα ακόμη ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία, η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα γνωστοποιούσε στην πρεσβεία πριν από τις 6 ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού είπε: «Vous etes les plus forts…» (είσαστε οι πιο δυνατοί) χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με τη φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε. Υποκλίθηκα μπροστά του με το βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
Αν και σύμφωνα με το τελεσίγραφο, η επίθεση θα λάμβανε χώρα στις 6 π.μ., στις 5 και μισή τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με αιφνιδιαστική εισβολή στην Ήπειρο.
Η άρνηση του Μεταξά στην επέλαση των ιταλικών στρατευμάτων αποδόθηκε τις επόμενες ημέρες στις εφημερίδες με το περίφημο «ΟΧΙ», ωστόσο η λέξη που έχει γίνει συνώνυμο της ελληνικής γενναιότητας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Η Ελλάδα γίνεται η μοναδική χώρα στον κόσμο που επιλέγει να γιορτάζει με την 28η Οκτωβρίου την είσοδό της στον πόλεμο κι όχι τη λήξη αυτού, όπως συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα, για πρώτη φορά η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε την αμέσως επόμενη χρονιά, στην περίοδο της Κατοχής. Την παραμονή και ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1941, το κεντρικό κτίριο και ο προαύλιος χώρος του Πανεπιστημίου Αθηνών γίνονται οι χώροι όπου φιλοξενούνται ομιλίες φοιτητών και καθηγητών, όπως εκείνη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο οποίος μάλιστα αρνήθηκε να κάνει μάθημα την ημέρα της επετείου, με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Η 28η Οκτωβρίου δεν καθιερώθηκε με βασιλικό ή προεδρικό διάταγμα, αλλά με την κατάθεση λουλουδιών στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στ’ άγαλμα του Φεραίου, του Σολωμού, του Μπάυρον και του Βαλαωρίτη, στ’ άγαλμα του Κολοκοτρώνη και του Παύλου Μελά (αρχείο ΑΠΕ – ΜΠΕ).
Την επόμενη χρονιά (28/10/1942), οι εκδηλώσεις και οι διαδηλώσεις για την επέτειο του «ΟΧΙ» εξαπλώθηκαν και σε άλλες ελληνικές πόλεις υπό το βλέμμα των ιταλικών δυνάμεων κατοχής οι οποίες, ωστόσο, δεν παρενέβησαν. Στην Αθήνα οι οργανώσεις ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ αναλαμβάνουν πρωτοβουλία και ο εορτασμός πραγματοποιείται στην Πλατεία Συντάγματος.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη φιλοξενεί παραδοσιακά κάθε χρόνο τις επίσημες εκδηλώσεις για τον εορτασμό της εθνικής επετείου, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου.
Κορωνίδα των εκδηλώσεων αποτελεί η μεγάλη στρατιωτική παρέλαση.