Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και ιδίως στη φάση όπου παράγονταν ολοένα και περισσότερα και ολοένα και περισσότερο ισχυρά πυρηνικά όπλα, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι βασικός σκοπός αυτών των πυρηνικών οπλοστασίων ήταν να μην μπορέσουν ποτέ να χρησιμοποιηθούν και απλώς να αποτρέπουν τους αντιπάλους από το να κάνουν οτιδήποτε θα διακινδύνευε την όποια σταθερότητα. Ήταν το σχήμα της «Αμοιβαία Εγγυημένης Καταστροφής (Mutually Assured Destruction).
Ο συνδυασμός ανάμεσα στους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, πολλαπλών κεφαλών, τα υποβρύχια με πυρηνικούς πυραύλους και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά, θεωρείτο ότι εξασφάλιζε την καταστροφή του πλανήτη αρκετές φορές ώστε κανείς να μην σκέφτεται να τα χρησιμοποιήσει.
Μάλιστα, για να επικυρωθεί αυτό είχε συναφθεί και το 1972 η Συνθήκη για τους Αντιβαλλιστικούς Πυραύλους ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Η συγκεκριμένη συνθήκη ήταν μία από τις πιο ιδιότυπες στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αφού αφορούσε την αμοιβαία μείωση των αμυντικών δυνατοτήτων. Το σκεπτικό ήταν απλό εάν οι δύο πλευρές δεν είχαν τη δυνατότητα να ανακόψουν τυχόν πυραυλική επίθεση, άρα θα ήταν βέβαιο ότι θα δέχονταν σοβαρά πλήγματα, τότε δεν θα προχωρούσαν στην επιλογή «πρώτου χτυπήματος».
Το ζήτημα με το πυρηνικό «πρώτο χτύπημα»
Το ζήτημα με το «πρώτο χτύπημα» ήταν από αυτά που συζητήθηκαν ιδιαίτερα στη διάρκεια του πρώτου Ψυχρού Πολέμου. Είχε μάλιστα προταθεί κατ’ επανάληψη να υπάρξει δέσμευση των χωρών που είχαν πυρηνικά όπλα να μην προχωρήσουν σε επιλογή «πρώτου χτυπήματος», μια που αυτό αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο.
Βέβαια, για αρκετά χρόνια μόνο η Κίνα είχε επίσημη δέσμευση ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει πρώτη τα πυρηνικά όπλα που είχε αποκτήσει. Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ θα επιμείνουν μέχρι τέλους ότι διατηρούν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε «πρώτο χτύπημα». Από ένα σημείο και μετά αυτό θα ορίζεται ως το δικαίωμα για ένα «προληπτικό χτύπημα». Ούτως ή άλλως, η προσπάθεια για αυτό που ονομάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως «Πόλεμος των Άστρων» ήταν στην πραγματικότητα επίσης μια προσπάθεια για ακόμη πιο αποτελεσματική «αντιβαλλιστική άμυνα» που θα μπορούσε να οδηγήσει στη δυνατότητα «πρώτου χτυπήματος».
Αντίθετα, η ΕΣΣΔ, δια στόματος Λεονίντ Μπρέζνιεφ θα ανακοινώσει το 1982 τη δέσμευσή της ότι δεν θα προχωρήσει σε «πρώτο χτύπημα».
Η εγκατάλειψη της δέσμευσης για αποφυγή πρώτου χτυπήματος
Η Ρωσία εγκατέλειψε την προηγούμενη δέσμευση για αποφυγή του πρώτου χτυπήματος το 1997, όταν θεωρήθηκε δυνατό το πρώτο πυρηνικό μόνο «σε περίπτωση μιας απειλής για την ύπαρξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Το 2000 στην αναθεώρηση του ρωσικού αμυντικού δόγματος η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων διευρύνθηκε: πλέον επιτρέπεται η χρήση των πυρηνικών και «ως απάντηση σε μεγάλης κλίμακας επιθετική ενέργεια με χρήση συμβατικών όπλων σε περιπτώσεις που είναι κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Από τη μεριά τους οι ΗΠΑ το 2002 θα εγκαταλείψουν μονομερώς την Συνθήκη για τους Αντιβαλλιστικούς Πυραύλους. Η απόφαση ελήφθη στα τέλη του 2001 από την κυβέρνηση Μπους, μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και με στόχευση υποτίθεται τα «κράτη-ταραξίες» που θα μπορούσαν να απειλήσουν με πυρηνικά τις ΗΠΑ, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από ένα σημείο και μετά την Βόρεια Κορέα.
Επιστροφή στα πυρηνικά «περιορισμένου θεάτρου»;
Η σημερινή συζήτηση για τα πυρηνικά έχει προκληθεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που εξελίσσεται η συζήτηση γύρω από τις δηλώσεις της ρωσικής ηγεσίας ότι εάν υπάρξει απειλή για την ασφάλεια της ίδιας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τότε υπάρχει η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων, όπως και από δημοσιεύματα όπως αυτά που αναφέρονταν σε μετακίνηση της ρωσικής ηγεσίας (και ειδικά του προέδρου Πούτιν και του υπουργού Άμυνας Σοϊγκού) σε ειδικά καταφύγια μακριά από τη Μόσχα.
Ωστόσο, η συζήτηση αυτή θυμίζει και την ανάλογη συζήτηση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 γύρω από το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ήταν τότε που είχε συζητηθεί το ενδεχόμενο μια συμβατική σύγκρουση να κλιμακωθεί σε πυρηνική αναμέτρηση «περιορισμένου θεάτρου». Ήταν η εποχή που ως απάντηση στους σοβιετικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς το ΝΑΤΟ σχεδίαζε την εγκατάσταση πυραύλων μέσου βεληνεκούς και πυραύλων cruise με πυρηνικό φορτίο στο ευρωπαϊκό έδαφος.
Μάλιστα, είχαν υπάρξει σε χώρες όπως η Βρετανία φωνές που υποστήριζαν ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να προετοιμάσουν την πολιτική προστασία ώστε να μπορούν να περιοριστούν οι επιπτώσεις από τυχόν χτύπημα και ότι αυτό ήταν προτιμότερο από μια πολιτική που θα έλεγε να μην εγκατασταθούν οι ΝΑΤΟϊκοί πύραυλοι για να μη γίνουν στόχος.
Σήμερα, μπορεί κανείς να διακρίνει εν μέρει τον ίδιο τόνο στον τρόπο πχ. που η ΕΕ θέλει να προετοιμαστεί για ενδεχόμενο πυρηνικού χτυπήματος με το να έχει επαρκείς ποσότητες χαπιών ιωδίου.
«Κανονικοποίηση» των πυρηνικών όπλων
Με έναν τρόπο οι ρωσικές δηλώσεις, ενταγμένες σε μια στρατηγική διαρκούς υπενθύμισης προς τη Δύση ότι θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις εάν απειληθεί περισσότερο η Ρωσία, ήρθαν να «απελευθερώσουν» μια συζήτηση που υποτίθεται ότι δεν ήταν ενεργή: αυτή που αφορά το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων, έστω και ως οριακό ενδεχόμενο. Με τη Δύση, να μην αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο, αλλά να δηλώνει εμμέσως ότι πρέπει να υπάρχει προετοιμασία και γι’ αυτό. Μόνο που αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την παραδοχή – που περιλαμβάνεται σε όλες τις εκτιμήσεις και προσομοιώσεις που έχουν γίνει – ότι ένας πυρηνικός πόλεμος ακόμη και εάν δεν είναι «ολοκληρωτικός» θα είναι τρομακτικά καταστροφικός…
Η απουσία μέχρι τώρα ενός αντιπολεμικού κινήματος
Στην προηγούμενη φάση που συζητήθηκε σοβαρά το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπήρξε και μια άλλη καθοριστική παράμετρος: αυτή του του αντιπολεμικού κινήματος.
Με αφορμή ειδικά το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής σύγκρουσης στο ευρωπαϊκό έδαφος και της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς, θα υπάρξουν μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην εγκατάστασή τους.
Μια εμβληματική κινητοποίηση ήταν αυτή που έγινε για πολλά χρόνια στη βάση του Greenham Common στην Αγγλία, ενάντια στην εγκατάσταση πυραύλων cruise με πυρηνικό φορτίο. Με πρωτοβουλία γυναικείων ομάδων περιλάμβανε μόνιμη κατασκήνωση γύρω από τη βάση και άλλες κινητοποιήσεις όπως η περίφημη περικύκλωση στις 12 Δεκεμβρίου 1982 από 20.000 γυναίκες.
Μεγάλες ήταν και οι κινητοποιήσεις κατά των πυρηνικών όπλων στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και στη Γερμανία. Μάλιστα, κατά μία ιστορική ειρωνεία, το κόμμα που σήμερα πρωτοστατεί στην «ατλαντική» στροφή της Γερμανίας, οι Πράσινοι, τότε πρωτοστατούσε στο αντιπυρηνικό κίνημα.
Όμως, μεγάλη απήχηση είχαν τα αντιπολεμικά αιτήματα και στο «ανατολικό μπλοκ», ιδίως σε χώρες όπως η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου ακόμη και η επίσημη ηγεσία δήλωνε ότι θέλει να απαλλαγεί από τους πυραύλους («να απαλλαγούμε από αυτές τις διαβολικές εγκαταστάσεις» ήταν μια φράση του Έριχ Χόνεκερ).
Μάλιστα, τότε εμφανίστηκαν και πρωτοβουλίες ειρήνης στην Ανατολική Ευρώπη, που δεν ανήκαν στο «επίσημο» «κίνημα ειρήνης», στην Ανατολική Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία. Ρόλο έπαιξε σε αυτό και η μεγάλη καμπάνια END (European Nuclear Disarmament – Ευρωπαϊκός Πυρηνικός Αφοπλισμός) που λειτούργησε ως πεδίο συνάντησης ανάμεσα στα δυτικά και τα ανατολικά αντιπολεμικά κινήματα.
Μάλιστα, αρκετές από τους ανθρώπους από την Ανατολική Ευρώπη που δραστηριοποιήθηκαν σε αυτό το κίνημα, θα παίξουν ρόλο και στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που οδήγησαν το 1989 στην «Πτώση του Τείχους» (έστω και εάν αργότερα θα σπρωχθούν στο περιθώριο από τις νέες πολιτικές δυνάμεις που θα διαμορφωθούν).
Μάλιστα, εάν δεν υπήρχε παγκοσμίως η μεγάλη πίεση από το αντιπολεμικό κίνημα, να μην είχαμε τα βήματα προς τον πυρηνικό αφοπλισμό που έγιναν με αποκορύφωμα την υπογραφή της συνθήκης για την κατάργηση των πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς το 1987 από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν (που λέγεται ότι άλλαξε γνώμη για τον πυρηνικό πόλεμο όταν είδε την ταινία «Η επόμενη μέρα») και τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ.
Σήμερα, όμως, τουλάχιστον στην Ευρώπη δείχνει να απουσιάζει ένα ανάλογης κλίμακας αντιπολεμικό κίνημα…