Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποσταθεροποιεί τα πάντα στον κόσμο, ανατρέπει τις γεωπολιτικές συνθήκες των τελευταίων τριών δεκαετιών, ιδιαιτέρως στην Ευρώπη, και μαζί αποσυντονίζει τις οικονομίες και τις αγορές, εκτινάσσοντας τις τιμές των καυσίμων, του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και των τροφίμων στα ύψη και διαμορφώνοντας περιβάλλον συνδυασμένης ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης στον πλανήτη.
Οσο μάλιστα περνούν οι μέρες και δεν διαφαίνονται προοπτικές ειρήνευσης στα πολλά μέτωπα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου η αβεβαιότητα θεριεύει και η κρίση λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Θα επιτείνεται μάλιστα όσο δεν μπορούν να υπάρξουν ασφαλείς προγνώσεις για τη διάρκεια, το βάθος και την πιθανή επέκταση της πολεμικής σύγκρουσης πέρα από τις ουκρανικές πεδιάδες.
Σοκαριστικοί λογαριασμοί, πληθωριστικές πιέσεις
Ηδη τόσο τα ελληνικά νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις νιώθουν το ενεργειακό βάρος του πολέμου μέσω των σοκαριστικών λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, των υπερβολικών τιμολογίων του φυσικού αερίου και των υπέρογκων τιμών της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης.
Το δυστύχημα είναι ότι οι ανορθολιγικές τιμές των ενεργειακών αγαθών ασκούν δευτερογενώς έντονες πληθωριστικές πιέσεις στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, καθώς διογκώνουν υπέρμετρα το κόστος παραγωγής, υπονομεύοντας ευθέως τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Αυτές τις μέρες, υπό την πίεση ακριβώς των τόσο ιδιαίτερων συνθηκών, όλοι οι προμηθευτές μεγάλων εμπορικών αλυσίδων διεκδικούν ανατιμήσεις, προκειμένου να μετακυλίσουν το υπερβάλλον ενεργειακό κόστος στην κατανάλωση.
Ανώτερο στέλεχος μεγάλης αλυσίδας σουπερμάρκετ δεν έκρυβε ότι το τελευταίο διάστημα η πίεση από τους προμηθευτές για υψηλότερες τιμές είναι αφόρητη και μαζική και αφορά σχεδόν το σύνολο των τροφίμων και των καταναλωτικών προϊόντων. Σημείωνε χαρακτηριστικά ότι «αντιμετωπίζουμε αλλεπάλληλα κύματα ανατιμήσεων, τα οποία δεν μπορούμε να ανακόψουμε».
Συνθήκες πολεμικής οικονομίας στη χώρα
Η κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση των επικρατουσών ανατιμητικών τάσεων στην οικονομία και αντιλαμβάνεται πλήρως την ανάγκη ελέγχου και αντιστροφής, αν είναι δυνατόν, των συνθηκών. «Εχουμε αλλαγή πραγματικότητας στην Ευρώπη και στον κόσμο» τονίζει χαρακτηριστικά ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Θ. Σκυλακάκης και δεν κρύβει ότι «η πρωτοφανής σύγκρουση διαμορφώνει συνθήκες πολεμικής οικονομίας στη χώρα μας», η διαχείριση της οποίας απαιτεί άλλες πολιτικές, πολύ διαφορετικές από τις έως τώρα ασκούμενες. Ενα κύμα ανατιμήσεων είναι προφανές ότι θα πλήξει τους πάντες, αλλά δυσανάλογα τους φτωχότερους και τους ευάλωτους, στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των οποίων οι ενεργειακές και επισιτιστικές δαπάνες έχουν πολύ μεγάλη συμμετοχή.
Ανορθολογικές αυξήσεις στα ενεργειακά αγαθά
Ακριβώς αυτές οι ιδιαίτερες συνθήκες και οι παραπάνω παραδοχές επέβαλαν την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού για την επιβολή ανώτατων ορίων στις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Στο υπουργείο Οικονομικών χαρακτηρίζουν τις τιμές των ενεργειακών αγαθών ανορθολογικές, αποτέλεσμα αλγοριθμικών προσεγγίσεων της αρρύθμιστης χρηματιστηριακής ενεργειακής αγοράς. Και δεν κρύβουν ότι σε αυτές τις πολεμικές συνθήκες χρειάζεται παρέμβαση πανευρωπαϊκού επιπέδου. Ωστόσο επί του παρόντος δεν μοιάζει εφικτή. Τα μηνύματα από τη σύνοδο των Βερσαλλιών δεν είναι τα καλύτερα. Το προηγούμενο του Ταμείου Ανάκαμψης, του ευρωπαϊκού δηλαδή δανεισμού για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Ενεργειακού Ταμείου που θα στηρίζει πληττόμενες επιχειρήσεις και ευάλωτα νοικοκυριά, δεν βρίσκει σύμφωνους Γερμανούς και Ολλανδούς. Οπότε, επί του παρόντος τουλάχιστον, η όποια στήριξη θα προκύψει από εθνικούς πόρους, οι οποίοι, όπως όλοι μπορούν να αντιληφθούν, δεν είναι απεριόριστοι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτείνουν τη λύση της μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίοι είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Ωστόσο παραβλέπουν ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει απώλειες εσόδων από την επιβεβαιωμένη παντοιοτρόπως εκτεταμένη φοροδιαφυγή εισοδημάτων, τις οποίες καλύπτει με καταχρηστική προσφυγή στην έμμεση φορολογία. Πράγμα που σημαίνει ότι η γενικευμένη μείωση των υψηλών συντελεστών της έμμεσης φορολογίας δεν είναι ευχερής.
Το ντόμινο, ο πληθωρισμός και οι αυξήσεις μισθών
Το αδιέξοδο είναι προφανές. Αν δεν ελεγχθούν οι τιμές των ενεργειακών αγαθών και οι όποιες επιδοτήσεις επιλεγούν είναι περιορισμένες, η μετακύλιση στην κατανάλωση θα καταστεί αναπότρεπτη και ικανή να πυροδοτήσει ισχυρό κύμα διεκδίκησης υψηλότερων αμοιβών από τους εργαζομένους, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί κατά τρόπο δυναμικό η σπειροειδής εξέλιξη τιμών και μισθών. Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση δεν αντιτίθεται σε μια λογική αύξηση των μισθών στις τρέχουσες πληθωριστικές συνθήκες. Το ερώτημα ωστόσο είναι ποια αύξηση μπορεί να θεωρηθεί λογική όταν ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο 7,2% και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού μπορεί να φθάσει σε αυτές τις πολεμικές συνθήκες. Ούτε βεβαίως είναι προσεγγίσιμες η ένταση και η έκταση ενός κύματος διεκδίκησης μισθολογικών αυξήσεων απέναντι σε ένα ενδεχομένως ανεξέλεγκτο πληθωριστικό κύμα.
Στη διάρκεια των προηγούμενων μεγάλων κρίσεων, της μακράς οικονομικής και της επόμενης υγειονομικής, οι ελληνικές επιχειρήσεις έδειξαν μεγάλη προσαρμοστικότητα. Ωστόσο οι οικονομολόγοι σημειώνουν ότι οι προηγούμενες συνθήκες ήταν έντονα υφεσιακές και το ευρύτερο περιβάλλον απολύτως αποπληθωριστικό. Ας μην ξεχνάμε ότι επί μια δεκαετία η χώρα έζησε αμιγώς υποτιμητικές συνθήκες, τα επιτόκια μηδενικά, για να μην πούμε αρνητικά, όλες οι αξίες ήταν σε κάμψη και οι αμοιβές επίσης. Στην τρέχουσα περίοδο αντιθέτως οι προσδοκίες είναι αναγεννημένες, οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη και στη διάρκεια των χρόνων της υγειονομικής κρίσης η ρευστότητα περίσσευε, όπως δηλώνει και η σημαντική επαύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων. Τώρα η νομισματική πολιτική θα αυστηροποιηθεί και τα επιτόκια θα ανυψωθούν ακριβώς για να περιορισθούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Τα ανησυχητικά παραδείγματα παλαιότερων κρίσεων
Επιπλέον, η ελληνική εμπειρία από αντίστοιχες περιόδους μεγάλων ενεργειακών κρίσεων και ανύψωσης του λειτουργικού κόστους δεν είναι η καλύτερη. Οι προηγούμενες ενεργειακές κρίσεις του 1973 και του 1978 διαμόρφωσαν συνθήκες στασιμοπληθωρισμού και κατάρρευσης των επιχειρήσεων, ακόμη και των ισχυρότερων. Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι το μεγάλο κύμα προβληματικών επιχειρήσεων γεννήθηκε ακριβώς στη δεκαετία των ενεργειακών κρίσεων, του στασιμοπληθωρισμού και της σπειροειδούς εξέλιξης τιμών – μισθών. Εκείνο το διαρκές κυνήγι τιμών – μισθών έσβησε από τον χάρτη ιστορικές επιχειρήσεις και έδιωξε τους ξένους επενδυτές από την Ελλάδα.
Κλειδί η διάρκεια και το βάθος της σύγκρουσης
Κοινώς ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος επιδρά με δραματικό τρόπο σε όλα τα επίπεδα της εγχώριας και διεθνούς κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη διάρκειά του και το βάθος της σύγκρουσης.
Οπως και από την απάντηση της Ευρώπης. Οικονομικοί αναλυτές με εμπειρίες σημειώνουν πως αν η Ευρώπη παρουσιάσει ένα πειστικό σχέδιο ταχείας απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο, ο ρωσικός εκβιασμός δεν θα έχει αντικείμενο, θα εκλείψει, οι σημερινές ανορθολογικές τιμές θα καταρρεύσουν και η Ρωσία θα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, θα βυθιστεί σε ύφεση μοναδική, της τάξης του 30%-35%, και θα μετατραπεί σε έναν ασθενή δορυφόρο της Κίνας.
Μέχρι τότε ωστόσο, μέχρι να παρουσιαστεί η ευρωπαϊκή απάντηση, η ελληνική πολιτική θα πρέπει να δράσει πέρα από δόγματα και στερεότυπα και να ακολουθήσει εμπνευσμένες οραματικές πολιτικές, ικανές να στηρίξουν τουλάχιστον τους πιο ευάλωτους και εκείνους που υφίστανται πραγματικά υπεραύξηση του λειτουργικού κόστους. Η Ελλάδα, παρά τις έκτακτες και απρόβλεπτες πολεμικές συνθήκες, μπορεί ακόμη να προσβλέπει στο πολεμικό 2022 σε ένα ισχυρό τουριστικό ρεύμα και να ελπίζει στη διατήρηση του διαμορφωθέντος πριν από τη ρωσική εισβολή επενδυτικού κλίματος.
in.gr