Οι βιολογικοί εισβολείς _ υδρόβια και χερσαία ζώα, φυτά, μύκητες, έντομα και μικροοργανισμοί _ αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες απειλές, αν όχι τη σημαντικότερη, για τη βιοποικιλότητα. Όσον αφορά στο πλήθος των ξενικών ειδών που έχουν μεταναστεύσει στην Ευρώπη, η μοναδική εκτίμηση που υπάρχει και συμπεριλαμβάνεται και στον σχετικό ευρωπαϊκό κανονισμό του 2014 είναι πως φτάνουν τα 12.000. Από αυτά το 10% με 15% είναι εισβλητικά (ή αλλιώς χωροκατακτητικά) είδη, δηλαδή επικίνδυνα για την ευρωπαϊκή βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα. Ωστόσο, οι αριθμοί τους εκτιμάται ότι είναι πλέον πολύ μεγαλύτεροι, καθώς δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί συστηματικές και εμπεριστατωμένες μελέτες καταγραφής τους. Και το κενό στην επιστημονική γνώση συνεπάγεται υποεκτίμηση και των επιπτώσεων.
Πάντως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο NeoBiota, ένα διαδικτυακό επιστημονικό περιοδικό ανοιχτής πρόσβασης, με στόχο να επιταχύνει την έρευνα για τις βιολογικές εισβολές, το οικονομικό κόστος από τα «εισαγόμενα» είδη που επεκτείνονται στην ευρωπαϊκή επικράτεια αυξάνεται εκθετικά με την πάροδο του χρόνου, από περίπου 19,64 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013, σε 116,24 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020. Στον υπολογισμό του περιλαμβάνονται ζημίες στις καλλιέργειες, στην αλιεία (π.χ. ο λαγοκέφαλος, εκτός από τη …δηλητηριώδη δράση του, καταστρέφει και τα δίχτυα των ψαράδων), στις υποδομές (π.χ. το μύδι-ζέβρα, έχει δημιουργήσει προβλήματα στην Ισπανία φράζοντας αρδευτικούς αγωγούς και άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις) αλλά και οι επιπτώσεις στη δημόσια υγεία από την πιθανή μετάδοση ασθενειών. Επιπλέον τα ξενικά εισβλητικά είδη διαταράσσουν τα οικοσυστήματα και απειλούν τα αυτόχθονα είδη (μέσω τροφικού ή χωρικού ανταγωνισμού, θήρευσης, υβριδισμού, διάδοσης ασθενειών), γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένα από αυτά ακόμα και στον αφανισμό.
Προκειμένου να αποκτηθεί περισσότερη γνώση για αυτό το κρίσιμο ζήτημα, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι σχετικές μελέτες σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα. Ήδη εξελίσσεται το πενταετές επιστημονικό πρόγραμμα INVALIS (με υπεύθυνο Διαχείρισης Έργου τον κ. Ορφέα Ρούσο) το οποίο ολοκληρώνεται τον Μάιο του 2023, με στόχο να καταγράφουν ή να διαμορφώνουν πολιτικές για την προστασία της βιοποικιλότητας από τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη στην Ευρώπη. Στο πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτείται από το Interreg, συμμετέχουν εταίροι από επτά χώρες, με επικεφαλής τον ελληνικό Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), ο οποίος είναι φορέας εποπτευόμενος από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ).
Παράλληλα, για τη δημιουργία ενός εθνικού καταλόγου χωροκατακτητικών ξενικών ειδών «τρέχει» ένα ξεχωριστό ερευνητικό έργο του ΥΠΕΝ με ανάδοχο το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο εντός του 2022 θα έχει ολοκληρώσει την πρότασή του. Ειδικά για τα φυτικά είδη, σε άλλο έργο που έγινε από το Πανεπιστήμιο Πατρών για λογαριασμό του ΟΦΥΠΕΚΑ καταμετρήθηκαν 456 ξενικά είδη, εκ των οποίων τα 51 είναι εισβλητικά, με όλες οι σχετικές πληροφορίες να έχουν αναρτηθεί σε σχετική διαδικτυακή πλατφόρμα.
Οι διαδρομές εισόδου των ξενικών ειδών στη χώρα είναι πολλές και διαφορετικές (pet shops, εκτροφή και μετά σκόπιμη απελευθέρωση ή δραπέτευση, ακούσια μεταφορά με το εμπόριο κ.λπ). Αλλά ειδικά για τη Μεσόγειο είναι σημαντικοί και οι λεσεψιανοί μετανάστες, δηλαδή θαλάσσια είδη που ήρθαν από τροπικές θάλασσες μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (π.χ. λαγοκέφαλος, λεοντόψαρο, γερμανός κ.ά.), τα οποία ευνοούνται και από την κλιματική αλλαγή. Ειδικά με τη χαρτογράφηση του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου και την παρακολούθηση του πληθυσμού τους, ασχολείται ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων στο Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) στην Κρήτη, στο οποίο συμμετέχουν τα πανεπιστήμια Πατρών και Κρήτης.
Στην Ελλάδα έχουν μέχρι στιγμής καταγραφεί 456 φυτικοί εισβολείς και περί τα 500 «εισαγόμενα» έντομα. Μάλιστα, ειδικά για τα έντομα έχει δημιουργηθεί από ομάδα εντομολόγων μια ανοιχτή βάση δεδομένων η alientoma.myspecies.info, όπου πολίτες μπορεί να αναρτούν τις καταγραφές τους, οι οποίες αξιολογούνται από τους ειδικούς. Παράλληλα, υλοποιείται και το LIFE ATIAS που αφορά κυρίως τα μινκ στη Βόρεια Ελλάδα. Επίσης, μελέτη του 2018 καταγράφει 214 ξενικά είδη στις ελληνικές θάλασσες, στα οποία εκτός από τα ψάρια εισβολείς περιλαμβάνονται και «εισαγόμενα» μαλάκια (π.χ. μαργαριτοφόρο στρείδι, γυμνοβράγχιο), καρκινοειδή, μικροφύκη κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοσημείωτο ότι, ο ευρωπαϊκός κανονισμός 1143/2014 που προβλέπει μέτρα για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διαχείριση των ξενικών ειδών μέχρι πρόσφατα δεν είχε μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο της Ελλάδας, γι’ αυτό και δεν υφίστανται ακόμα συντονισμένες δράσεις διαχείρισης. Τελικά, μετά από πολλή πίεση από την Κομισιόν, υπογράφηκε πριν από περίπου έναν μήνα η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση για τα Χωροκατακτητικά Ξενικά Είδη, σύμφωνα με το in.gr
Στην Ελλάδα, από απαντήσεις επιστημονικών ιδρυμάτων, Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, ΜΚΟ κ.ά. σε σχετικό ερωτηματολόγιο (στο πλαίσιο του INVALIS), προέκυψε ότι στους σημαντικότερους εισβολείς στην Ελλάδα περιλαμβάνονται το μπλε καβούρι (Callinectes sapidus), o λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus), το λεοντόψαρο (Pterois miles), o γερμανός ή αγριόσαλπα (Siganus luridus), το κουνουπόψαρο (Gambusia holbrooki), το ηλιόψαρο (Lepomis gibbosus), ο μυοκάστορας (Myocastor coypus), το μινκ (Neovison vison), ο γερμανός ή σολάνο (Solanum elaeagnifolium), η ψευδοακακία (Robinia pseudoacacia) και η βρωμοκαρυδιά (Ailanthus altissima).