Στο όχι και τόσο μακρινό 2015 οι τράπεζες ήρθαν αντιμέτωπες με μια μείζονα κρίση εμπιστοσύνης, που οδήγησε σε αναλήψεις μετρητών άνω των 40 δισ. ευρώ μέσα σε λίγους μήνες. Η διαρροή τελικά σταμάτησε με την επιβολή των capital controls, ωστόσο η ζημιά ήταν ήδη μεγάλη. Ετσι, για αρκετό καιρό η επιστροφή του 25% των καταθέσεων που διέρρευσαν εκείνη την περίοδο από το σύστημα αποτελούσε κεντρικό στόχο των διοικήσεών τους.
Σήμερα η εικόνα έχει αντιστραφεί πλήρως. Οι συστημικοί όμιλοι, όχι μόνον έχουν αναπληρώσει αυτές τις απώλειες, αλλά καταγράφουν και ρεκόρ δεκαετίας στη συγκέντρωση αποταμιεύσεων, μετά την εντυπωσιακή ενίσχυση των μεγεθών στον ενάμιση χρόνο της πανδημίας κατά 31 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των καταθέσεων πάνω από τα 182 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων του δημοσίου). Βρίσκονται δηλαδή σε επίπεδα που καθιστούν επιτακτική ανάγκη τη μείωσή τους!
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι έχουν ξεκινήσει εδώ και αρκετούς μήνες καμπάνιες προώθησης τόσο εναλλακτικών μορφών επένδυσης όσο και χρηματοδοτικών προϊόντων γιανοικοκυριά και επιχειρήσεις, με στόχο την αύξηση του δείκτη δανείων προς καταθέσεις. Παράλληλα, συνεχίζεται η αποκλιμάκωση των επιτοκίων στους καταθετικούς λογαριασμούς, που σήμερα βρίσκονται οριακά σε θετικό έδαφος. Δεν αποκλείεται μάλιστα να περάσουν σύντομα σε αρνητικά επίπεδα. Επί της ουσίας, εάν επαληθευθεί αυτό το σενάριο, οι καταθέτες θα πληρώνουν στις τράπεζες φύλακτρα για τα χρήματά τους.
Αυτό που κοστίζει περισσότερο πάντως στα πιστωτικά ιδρύματα είναι τα περισσευούμενα μετρητά από τις καταθέσεις που δεν έχουν μετατραπεί σε δάνεια. Κι αυτό διότι τα ποσά αυτά, που σήμερα ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ, είναι κατατεθειμένα στην ΕΚΤ και χρεώνονται με ετήσιο επιτόκιο της τάξης του 0,50%. Αυτό σημαίνει ότι οι 4 μεγάλοι του κλάδου για την υπερβάλλουσα ρευστότητα που πρέπει να καταθέτουν στην Ευρωτράπεζα, πληρώνουν κάθε μήνα ένα ποσό γύρω στα 17εκατ. ευρώ.
Το κόστος αυτό καλύπτεται προς το παρόν από τα δάνεια που λαμβάνουν οι ίδιες από την ΕΚΤ, η οποία τις πληρώνει με επιτόκιο 1%. Ωστόσο, το καθεστώς αυτό θα λήξει τους επόμενους μήνες, κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούνιο του 2021. Επιπλέον, ο στόχος διανομής μερίσματος από το 2023 προϋποθέτει την περαιτέρω ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας. Στο πλαίσιο αυτό κάθε αύξηση εσόδων ή μείωση εξόδων για τόκους, δεδομένης και της αναμενόμενης απώλειας 400 εκατ. ευρώ σε τόκους λόγω των κινήσεων εξυγίανσης που είναι προγραμματισμένες ως το τέλος του 2022, είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Μία λοιπόν από τις λύσεις βελτίωσης των αποτελεσμάτων αποτελεί η μείωση του cash που βρίσκεται στην ΕΚΤ. Αν και υπάρχει πρόοδος στις εκταμιεύσεις νέων δανείων και στη στροφή μερίδας των καταθετών σε εναλλακτικά επενδυτικά προϊόντα, απαιτείται ακόμη μεγάλη προσπάθεια.
Πελάτες λιανικής
Στήριξη στα αποτελέσματα των τραπεζών μπορεί να προσφέρει, όπως προαναφέρθηκε, και η μείωση των επιτοκίων στις καταθέσεις. Αυτή τη στιγμή τα επιτόκια διαμορφώνονται μεσοσταθμικά στο 0,05% για υπόλοιπα άνω των 173 δισ. ευρώ που τηρούν φυσικά και νομικά πρόσωπα στις εγχώριες τράπεζες.
Μπορεί για τις επιχειρήσεις οι αποδόσεις να έχουν ουσιαστικά μηδενιστεί, δεν συμβαίνει το ίδιο όμως στους ιδιώτες. Ακόμη για πελάτες λιανικής υπάρχουν προγράμματα με επιτόκια πάνω από το 0%. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι μεσοσταθμικές αποδόσεις στις προθεσμιακές κινούνται στη ζώνη του 0,10% και στους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης στο 0,04%. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, τα παραπάνω επιτόκια θα μηδενιστούν τους επόμενους μήνες και το επόμενο βήμα θα είναι κατά τα φαινόμενα η διαμόρφωσή τους σε αρνητικά επίπεδα.
Αυτό ισχύει ήδη για τις επιχειρήσεις στην Κύπρο, όπου χρεώνονται ακόμη και 0,50% σε ετήσια βάση επί των υπολοίπων τους στις τράπεζες για ποσά άνω των 100.000 ευρώ. Δηλαδή οι κυπριακοί όμιλοι παίρνουν πίσω το κόστος που πληρώνουν οι ίδιες στην ΕΚΤ για την πλεονάζουσα ρευστότητά τους. Στους ιδιώτες από την άλλη, προς το παρόν επιβάλλονται μικρές χρεώσεις για την τήρησή τους, ενώ τα επιτόκια βρίσκονται στο 0%.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΒΗΜΑ