
Νέες πληροφορίες για την παγκόσμια εξάπλωση του Candida auris
Η μυκητιακή ασθένεια Candida auris συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, αποκτώντας παράλληλα αυξανόμενη virulence, σύμφωνα με μια νέα ανασκόπηση από επιστήμονες του Hackensack Meridian Center for Discovery and Innovation (CDI).
Στρατηγικές κατά της Candida auris
Ωστόσο, υπάρχουν στρατηγικές που βρίσκονται σε εφαρμογή για την καταπολέμηση αυτού του επεμβατικού και ανθεκτικού στα φάρμακα μικροβίου, όπως αναφέρεται στη νέα ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Microbiology and Molecular Biology Reviews της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας.
Η μελέτη συνοψίζει και αναλύει τις τελευταίες εξελίξεις και ανάγκες στη μυκολογία για το 2025. Ο Δρ. Neeraj Chauhan του CDI είναι συν-συγγραφέας της μελέτης, μαζί με την Δρ. Anuradha Chowdhary από το Medical Mycology Unit του Vallabhbhai Patel Chest Institute στο Πανεπιστήμιο του Δελχί, η οποία είναι παγκόσμια ηγέτιδα στην αναγνώριση και καταπολέμηση μυκητιακών απειλών. Η Δρ. Chowdhary ήταν μία από τις πρώτες επιστήμονες που αναγνώρισε το C. auris ως σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία στην Ινδία το 2014. Επίσης, συμμετέχει ο Δρ. Michail Lionakis, επικεφαλής του κλινικού προγράμματος μυκολογίας στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας.
Σοβαρότητα και προκλήσεις
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ομάδας, οι επεμβατικές μυκητιασικές λοιμώξεις πλήττουν περίπου 6,5 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως, με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Ο C. auris αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος το 2009 σε δείγμα από το αυτί ενός ασθενούς στην Ιαπωνία και από τότε έχει εξαπλωθεί ραγδαία. Οι θεωρίες συχνά υποστηρίζουν ότι η εμφάνιση και η εξάπλωση του C. auris επηρεάζονται, τουλάχιστον εν μέρει, από την κλιματική αλλαγή.
Η κυτταρική δομή του C. auris παρουσιάζει μοναδικές προσαρμογές σε σχέση με άλλους μυκητιακούς συγγενείς, με τη ζαχαρώδη δομή του να του προσφέρει πλεονεκτήματα στην ανθεκτικότητα στα φάρμακα και στις αλληλεπιδράσεις με τον ξενιστή. Επιπλέον, ο C. auris έχει αναπτύξει έξυπνες στρατηγικές επιβίωσης, όπως η μορφογένεση, η ικανότητα δηλαδή να αλλάζει από ανάπτυξη ζύμης σε διάδοση μέσω νηματοειδών μορφών και η δημιουργία πολυκυτταρικών συσσωρεύσεων.
Διαγνωστικά και μέλλον
Η μόλυνση του ανθρώπινου δέρματος από τον C. auris είναι εξαιρετικά επιτυχής, με τα μόρια της κυτταρικής του επιφάνειας να προσκολλώνται σαν κόλλα στα θηλαστικά κύτταρα, αλλά και σε μη ζωντανές επιφάνειες. Παρά την ανάπτυξη μηχανισμών από τον ξενιστή για να καταπολεμήσει τον C. auris, οι επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι το μικρόβιο μπορεί να αναπτύξει προληπτικούς τρόπους για να αποφύγει την ανοσολογική αντίδραση.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες αντιμυκητιασικών φαρμάκων διαθέσιμα, με διαφορετικά επίπεδα αποτελεσματικότητας, ενώ τρία νέα φάρμακα βρίσκονται σε δοκιμές ή έχουν πρόσφατα εγκριθεί. Ωστόσο, η διάγνωση παραμένει πρόκληση, καθώς οι περισσότερες συμβατικές εργαστηριακές εξετάσεις οδηγούν σε λανθασμένη αναγνώριση ως άλλες σχετικές ζύμες, κάτι που καθυστερεί και περιπλέκει τη θεραπεία.
Η συνειδητοποίηση της επιβάρυνσης από αυτή τη σχετικά νέα απειλή αυξάνεται, με την έρευνα να επεκτείνεται για να καλύψει τις κλινικές ανάγκες. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να αναπτυχθούν νέα αντιμυκητιακά φάρμακα με ευρύ φάσμα δράσης κατά των ανθρωπίνων μυκητιακών παθογόνων, να βελτιωθούν οι διαγνωστικές εξετάσεις και να αναπτυχθούν ανοσολογικές και εμβολιαστικές στρατηγικές για την υποστήριξη των υψηλού κινδύνου ασθενών.
«Όλες αυτές οι εξελίξεις θα πρέπει να συμβάλλουν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων και της πρόγνωσης των ασθενών που πλήττονται από ευκαιριακές μυκητιασικές λοιμώξεις», καταλήγουν οι συγγραφείς.














